Με απόφαση του Ελληνα ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά ανακλήθηκε χθες από την Τσεχία ο πρέσβης της χώρας Π. Σαρρής. Η απόφαση ελήφθη χθες, ωστόσο το παρασκήνιο πίσω από αυτή πάει πίσω μέρες, ίσως και μήνες...
Αφορμή για την ανάκληση στην Αθήνα του Ελληνα πρέσβη αποτέλεσαν οι εξαιρετικά υποτιμητικές, για την Ελλάδα, δηλώσεις του προέδρου της Τσεχίας την προηγούμενη εβδομάδα. Στις 15 Δεκεμβρίου, ο Μίλος Ζέμαν δήλωσε στο σλοβακικό πρακτορείο ειδήσεων TASR ότι «η Τσεχία θα προσχωρήσει στη ζώνη του ευρώ την πρώτη ημέρα μετά την αποχώρηση, ει δυνατόν, από αυτήν της Ελλάδας». Ο κ. Ζέμαν έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να εκφράσει την απογοήτευσή του «που οι καλοκαιρινές διαπραγματεύσεις Ελλάδας και δανειστών της δεν οδήγησαν, τελικά, σε έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ».
Αμέσως μετά από τις εν λόγω δηλώσεις η Αθήνα επέδωσε στον Τσέχο πρέσβη στη χώρα μας διάβημα, ενώ ύστερα από δυο ημέρες εκδόθηκε και ανακοίνωση από τον εκπρόσωπο Τύπου του ΥΠΕΞ Κωνσταντίνο Κούτρα, στην οποία τονιζόταν ο ρόλος που διαδραμάτισε η Ελλάδα προκειμένου να εισέλθουν στην Ε.Ε. οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ακολούθως δόθηκε ένα μικρό περιθώριο στην άλλη πλευρά για να αντιδράσει ή να δώσει κάποιο επίσημη απάντηση. Επειδή, όμως, μέχρι χθες τίποτα από τα δυο δεν είχε γίνει, η Αθήνα έκρινε ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Και έτσι, ανακάλεσε τον Ελληνα πρέσβη, ο οποίος και θα παραμείνει στην Αθήνα έως ότου η τσεχική κυβέρνηση προχωρήσει σε μια κίνηση καλής θέλησης έναντι της χώρας μας.
Βέβαια οι δηλώσεις του Τσέχου Προέδρου προ δύο εβδομάδων δεν ήταν το πρώτο... επεισόδιο σε μια «ταραγμένη σχέση». Αντίθετα, ήταν το πολλοστό. Η Τσεχία όπως και η Σλοβακία με την Ουγγαρία από την αρχή της κρίσης το 2010 διατηρούν μια επιθετική στάση προς τη χώρα μας, η οποία κλιμακώθηκε από το καλοκαίρι με το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης.
Διπλωματικές πηγές μιλώντας στην Καθημερινή, πάντως, ανέφεραν ότι η κίνηση της Ελλάδας δεν αποτελεί διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, ωστόσο συνιστά σαφή και συνειδητή υποχώρηση από το επίπεδο της εταιρικής επαφής που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα διατηρούσαν κράτη της Ε.Ε.