Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που υποχρεώνει την κυβέρνηση να εκδώσει υπουργική απόφαση για την πανελλαδική από την 21η Μαΐου 2015 αναδρομική αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.
Η υπ΄ αριθμ. 4446/2015 απόφαση του ΣτΕ, υπό τον πρόεδρό της Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Σκαλτσούνη, είναι σχεδόν ομόφωνη, καθώς μειοψήφησαν μόνο οι σύμβουλοι Κων. Κουσούλης και Γ. Ποταμιάς.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε παράνομη την παράλειψη της κυβέρνησης να εκδώσει υπουργική απόφαση με την οποία θα αναπροσαρμόζονται οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων της χώρας, αφού προηγούμενα απέρριψε το αίτημα της κυβέρνησης η νέα απόφαση για τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων να εκδοθεί έως το τέλος του 2016.
Αναλυτικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας στην επίμαχη απόφασή τους αφού εκτίμησαν τις παρούσες συνθήκες και σταθμίζοντας τα συμφέροντα τόσο των φορολογουμένων που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ όσο και του Ελληνικού Δημοσίου, «ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην κατά το δυνατόν αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του κράτους, υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες», έκριναν ότι η ακύρωση της κυβερνητικής παράλειψης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών της χώρας πρέπει να ανατρέξει όχι «στο χρόνο συντέλεσης της παράλειψης», αλλά στην ημερομηνία λήξης της προθεσμίας (21.3.2015) εντός της οποίας η κυβέρνηση όφειλε να εκδώσει την απόφασή της.
Ακόμη, σημειώνουν ότι η απόφαση που υποχρεούνται να εκδώσει η κυβέρνηση πρέπει να έχει αναδρομική ισχύ από 21.5.2015, δηλαδή τότε που έληξε η προθεσμία που είχε λάβει για να εκδώσει νέα απόφαση καθορισμού των αντικειμενικών αξιών.
Επίσης, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση ότι με το σύστημα προσδιορισμού αξιών των ακινήτων πρέπει διασφαλίζεται η νόμιμη αξίωση των πολιτών «να καταβάλλουν φόρο, ο οποίος να αντιστοιχεί σε πραγματική και όχι πλασματική τους περιουσία», όπως προβλέπει το Σύνταγμα (άρθρο 78).
Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι η αστάθεια στην αγορά των ακινήτων και η έλλειψη κινητικότητας έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό δείγμα αγοραπωλησιών, όπως εάν υπήρχαν κανονικές συνθήκες, όπου οι τιμές διέπονται από τον κανόνα της αγοράς και της ζήτησης και προσθέτει:
«Η ρευστή και αβέβαιη αυτή κατάσταση δεν επιτρέπει την προσέγγιση των πραγματικών τομών των ακινήτων και τον προσδιορισμό νέων περισσότερο αξιόπιστων αντικειμενικών αξιών. Η απόπειρα αναπροσαρμογής των αντικειμενικών άξιων, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες καθίσταται επισφαλής διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην εκπληρώνεται ο στόχος της επικαιροποίησης των τιμών για αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς».
Παράλληλα, αναφέρεται στην απόφαση ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες της αγοράς «αποτυπώνεται και στις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στα Μνημόνια, από το 2012.
Το κράτος, αναφέρουν οι δικαστές, «συνέχισε να εισπράττει τις υφιστάμενες κατά το χρόνο ισχύος των αντικειμενικών αξιών έτους 2007 φορολογικές επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας αλλά και να επιβάλλει νέες χωρίς να αναπροσαρμόζει τις αντικειμενικές αξίες» και να δηλώνει αντικειμενική αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
Παρ΄ όλα αυτά, η κυβέρνηση την ίδια στιγμή εντάσσει νέες περιοχές στο αντικειμενικό σύστημα (4.489 οικισμοί σε διάφορες περιοχές της χώρας) και καθορίζει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων στις περιοχές αυτές, «με ισχύ από 1.1.2011, δηλαδή εν μέσω οικονομικής κρίσης», ενώ παράλληλα την ίδια χρονική περίοδο προσδιόρισε και τις αντικειμενικές αξίες στο Ψυχικό Αττικής.
Η αλλεπάλληλη παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, σύμφωνα με το ΣτΕ, «δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, αλλά καθυστέρηση στην δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία πάντως δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων, ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες».
Στην Ολομέλεια του ΣτΕ είχαν προσφύγει 13 φορολογούμενοι πολίτες οι οποίοι έχουν ακίνητα σε διάφορα περιοχές της χώρας και ζητούσαν να ακυρωθεί η άρνηση της κυβέρνησης να εκδώσει -ανά διετία, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο 1249/1982- απόφαση για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.