Η λεγόμενη «επάρατη» νόσος δεν υπάρχει. Στην πλειονότητα των περιστατικών καρκίνου του μαστού επιτυγχάνεται ίαση, με τις πιθανότητες να αυξάνονται, όσο πιο έγκαιρα τεθεί η διάγνωση και χορηγηθεί θεραπεία.
Ωστόσο, εν έτη 2015, και παρά τις προσπάθειες ενημέρωσης και αφύπνισης των γυναικών, τα ποσοστά ολικής μαστεκτομής παραμένουν αναιτίως υψηλά. Η κατάρρευση του συστήματος υγείας, η ανεπαρκής διεξαγωγή προσυμπτωματικού ελέγχου και η αναιμική πρωτοβάθμια φροντίδα προκαλούν σημαντικές καθυστερήσεις, μεγάλη ταλαιπωρία στις ασθενείς, αλλά και σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τις οικογένειες. Και, εν τω μεταξύ, οι βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, η άγνοια και οι φοβίες καλά κρατούν σε μερίδα του πληθυσμού.
Τα παραπάνω αναπτύχθηκαν στο Συνέδριο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, όπου παρουσιάστηκε έρευνα που είχε σκοπό την αποτύπωση του «ταξιδιού» των γυναικών με καρκίνο του μαστού, από τη στιγμή της εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων και ενδείξεων, τη διάγνωση, τη θεραπεία και μέχρι το τέλος αυτής.
Στη μελέτη συμμετείχαν γυναίκες οι οποίες είχαν λάβει διάγνωση μετά τον Αύγουστο του 2011 και οι οποίες δεν είχαν παρουσιάσει υποτροπή ή μετάσταση και είχαν ολοκληρώσει τις θεραπείες. Η πλειοψηφία των γυναικών είχε υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ήταν κάτω των 50 ετών και, κατά τη στιγμή της διάγνωσης, το 77,1% είχε δημόσια ασφάλιση, το 19,6% δημόσια και ιδιωτική, το 1,6% είχε βιβλιάριο απορίας, το 1,2% είχε ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το υπόλοιπο 0,4% δεν είχε ασφάλιση. Το μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα την περίοδο της διάγνωσης ήταν 1.524 ευρώ.
Η πλειονότητα των γυναικών (54,8%) είχε κάποιο γιατρό που τις παρακολουθούσε σε σταθερή βάση πριν τη διάγνωση και στο 73,3% των περιπτώσεων ο γιατρός αυτός ήταν γυναικολόγος. Το 49% των γυναικών δεν είχε κάνει ποτέ αυτοεξέταση μαστού (παρόλο που 75,8% εξ αυτών γνώριζαν πώς να την κάνουν), το 53% δεν είχε κάνει ποτέ υπέρηχο μαστών και το 35,7% δεν είχε κάνει ποτέ μαστογραφία. Αντιθέτως, ήταν μόνο 8,7% το ποσοστό των γυναικών που δεν είχαν κάνει ποτέ τεστ Παπανικολάου.
Το 30,8% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό για ψηλάφηση/υπέρηχο και το 26,5% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε προληπτική μαστογραφία, με συνηθέστερα αίτια την υπερβολική απασχόληση σε άλλους τομείς της ζωής, την αμέλεια και το κόστος.
Το 69,30% των γυναικών οδηγήθηκε στη διάγνωση λόγω κάποιου συμπτώματος, ενώ μόνο το 30,70% οδηγήθηκε στη διάγνωση μέσω προληπτικού ελέγχου. Οι γυναίκες καθυστέρησαν σημαντικά περισσότερο να απευθυνθούν σε γιατρό στην περίπτωση που είχαν εντοπίσει κάποιο σύμπτωμα, σε σύγκριση με την περίπτωση που είχαν υποβληθεί σε προληπτικό έλεγχο. Ως εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό ανέφεραν τη λίστα αναμονής για ραντεβού (σε ποσοστό 17,1%), την απουσία ειδικότητας στον τόπο διαμονής (14,7%) και την ύπαρξη υπηρεσίας υγείας σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο κατοικίας (12,3%).
Ο γιατρός πρώτης επαφής για τη διερεύνηση του προβλήματος ήταν κυρίως γυναικολόγος (σε ποσοστό 34,5%), χειρουργός μαστού (33,3%) ή ακτινολόγος (13,1%), ενώ το 60,7% των γυναικών απευθύνθηκε σε ιδιωτικό ιατρείο. Από την επίσκεψη στον πρώτο γιατρό μέχρι την παραπομπή για διερεύνηση της πιθανότητας καρκίνου μεσολάβησαν κατά μέσο όρο 18 ημέρες. Το 55,2% των γυναικών έκανε βιοψία για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, ενώ ο μέσος χρόνος για τη λήψη αποτελεσμάτων βιοψίας ήταν 3,95 ημέρες εάν η βιοψία έγινε στον ιδιωτικό τομέα και 8,28 ημέρες εάν η βιοψία έγινε στο δημόσιο τομέα.
Τα βασικά συμπεράσματα από τη μελέτη, δείχνουν ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του προσυμπτωματικού ελέγχου, χρειάζεται ενημέρωση και εκπαίδευση των γυναικών για να εντοπίζουν εγκαίρως και να αξιολογούν τα συμπτώματα, υπάρχει ανάγκη για καθοδήγηση των γυναικών στο σύστημα υγείας από την πρώτη επίσκεψη μέχρι τη διάγνωση και ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη των γυναικών από τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και σε όλο το ταξίδι.
Η δεύτερη φάση της μελέτης αφορούσε, από τη διάγνωση έως και τη θεραπεία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα το 23,4% των ασθενών υποβλήθηκε μόνο σε ογκεκτομή. Συνολικά, 76,2% των ασθενών υποβλήθηκαν σε κάποια από τις εξής χειρουργικές επεμβάσεις: ολική μαστεκτομή (65,6%), τμηματεκτομή/τεταρτεκτομή (23,4%), μερική μαστεκτομή (6,8%), άλλο (4,2%). Προκειμένου να επιλέξουν το χειρουργό που έκανε την επέμβαση, οι γυναίκες επισκέφθηκαν κατά μέσο όρο 1,8 χειρουργούς. Το 57,4% των επεμβάσεων πραγματοποιήθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο/κλινική και το 42,6% σε δημόσιο νοσοκομείο, ενώ τα βασικότερα κριτήρια επιλογής νοσοκομείου ήταν το πού χειρουργούσε ο επιλεγμένος χειρουργός (84,1%), η επιλογή εξειδικευμένης ογκολογικής μονάδας/μονάδας μαστού (29,8%), ο χρόνος αναμονής για το χειρουργείο (17,5%) και το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί από ίδια κεφάλαια (9,5%). Το 73,4% των ασθενών έκανε χημειοθεραπεία μετά το χειρουργείο και το 68,0% έκανε ακτινοθεραπείες (στο 77,6% αυτών, είχε προηγηθεί χημειοθεραπεία). Το 5,6% των ασθενών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό και το 3,6% ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε κάποια από τις εξετάσεις, με κυριότερους λόγους το κόστος και την έλλειψη χρόνου λόγω οικογενειακών ή άλλων υποχρεώσεων.
Το κόστος της θεραπείας σε άμεσες πληρωμές ήταν, κατά μέσον όρο, 2.156 ευρώ για το χειρουργείο, 789 ευρώ για τις χημειοθεραπείες, 265 ευρώ για τη θεραπεία με ενδοφλέβιες εγχύσεις/βιολογικό παράγοντα, 707 ευρώ για τις ακτινοθεραπείες και 572 ευρώ για την παρακολούθηση. Στην ερώτηση «πώς καλύψατε τα έξοδα που πληρώσατε από την τσέπη σας για τη θεραπεία σας;», ποσοστό 73,3% απάντησε «από το εισόδημά μου/της οικογένειάς μου», 35,8% «από τις αποταμιεύσεις μου», 19,0% «βοήθησαν οι γονείς μου», ενώ το 10% κατέφυγε σε δανεισμό από συγγενείς και φίλους και σε εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, υπήρξε πρόσθετη επιβάρυνση της οικογένειας, λόγω πρόσληψης ατόμου για τις δουλειές του σπιτιού και τη φύλαξη των παιδιών (ενώ πριν δεν χρειαζόταν), ενώ, από τις εργαζόμενες ασθενείς, 58,5% πήραν αναρρωτική άδεια από τη δουλειά (με αποδοχές), 30,2% σταμάτησαν να δουλεύουν για κάποιο χρονικό διάστημα ή πήραν άδεια άνευ αποδοχών και 10,7% παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους.
Το 69,0% των γυναικών θεώρησε ότι έλαβε ιατρική φροντίδα εγκαίρως, αλλά παραμένει ένα 30,1% των γυναικών που ανέφερε ότι θα μπορούσε να είχε λάβει φροντίδα λίγο νωρίτερα ή πολύ νωρίτερα. Κατά τη γνώμη τους, η καθυστέρηση αυτή σημειώθηκε κυρίως μέχρι να απευθυνθούν σε γιατρό (27%) ή από τη στιγμή που απευθύνθηκαν σε γιατρό μέχρι να τεθεί η διάγνωση (41%), ενώ μικρότερα ήταν τα αντίστοιχα ποσοστά για το στάδιο των θεραπειών.
Τα βασικά συμπεράσματα όσον αφορά το κόστος είναι ότι ασφαλιστικά ταμεία και ίδιες πληρωμές καλύπτουν τις δαπάνες θεραπείας, από τις ίδιες πληρωμές, το μεγαλύτερο κόστος είναι του χειρουργείου, αλλά και η υπόλοιπη θεραπεία έχει σημαντικό κόστος, γεγονός που οδήγησε ένα 10% του δείγματος στο να πληγεί η μελλοντική του οικονομική κατάσταση και υπάρχει σημαντική επιβάρυνση της οικογένειας και των συγγενών (οικονομική, εργασία/απασχόληση). Όσον αφορά τα εμπόδια και τις καθυστερήσεις, σημαντικό ποσοστό δηλώνει ότι θα μπορούσε να είχε λάβει πιο έγκαιρη φροντίδα, κυρίως μέχρι τη διάγνωση, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία ενός προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου.