Η Γερμανία έχει μεν κεντρικό, αλλά όχι ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη. «Η Ευρώπη, όμως, είναι και μια ομαδική προσπάθεια».
Η Γερμανία «ένας ισχυρός παίκτης σε μια ομάδα 28 κρατών» και «προσπαθεί να ανταποκριθεί στις ευθύνες της σε μια Ευρώπη των κρίσεων» δηλώνει στην αποκλειστική του συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στον Αντώνη Πολυχρονάκη ο Γερμανός υπουργός υφυπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων Μίχαελ Ρότ.
Κατά τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης «οι οικονομικοί παίκτες δεν ενδιαφέρονται πλέον καθόλου για τα εθνικά σύνορα» και στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη «προσπαθεί να διασώσει την υπεροχή της πολιτικής» επί της οικονομίας.
Για τη νέα ελληνική συμφωνία της Ελλάδας με τους θεσμούς, ο κ. Μίχαελ Ροτ επισημαίνει πως «είναι το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού» όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα με τις διαπραγματεύσεις και ότι «ξαναβρίσκουμε στο μνημόνιο αυτό που χρειάζεται επειγόντως η Ευρώπη, δηλαδή ανάπτυξη, επενδύσεις, δομικές μεταρρυθμίσεις».
Θεωρεί λανθασμένη την αντίληψη ότι οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ταυτίζονται με την πολιτική των χριστιανοδημοκρατών της κυρίας Μέρκελ διότι πολλοί εμπλεκόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι σοσιαλδημοκράτες, «εν τω μεταξύ έχουμε επιτύχει στην Ευρώπη μια αλλαγή πολιτικής, η οποία για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια έχει θέσει εμφατικά στο επίκεντρο την ανάπτυξη και την απασχόληση».
Το ίδιο το μνημόνιο θεωρεί μάλιστα ότι έχει χαρακτήρα κοινωνικό, δεδομένου ότι σε αυτό περιλαμβάνονται «ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, μια λειτουργούσα κοινωνική διοίκηση, ένα σύγχρονο δίκαιο κοινωνικό κράτος».
Ο κ. Ροτ δηλώνει «πολύ υπερήφανος για το γεγονός ότι η Γερμανία κατάφερε παρ΄ όλες τις δυσκολίες να ανταποκριθεί στο καθήκον της να δεχθεί πάρα πολλούς πρόσφυγες», ανταποκρινόμενη έτσι στις υποχρεώσεις της «ως μεγαλύτερης και οικονομικά ισχυρότερης χώρας» της Ε.Ε.
Υπογραμμίζει, επίσης, ότι η κυβέρνησή του είχε πάντοτε την άποψη ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει ως ισότιμος εταίρος στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη», ενώ θεωρεί «την αντίληψη, ότι κάποιες δυνάμεις του κακού από το εξωτερικό οδήγησαν τη χώρα (την Ελλάδα) στο γκρεμό, άστοχη και απλουστευτική».
Τονίζει δε ότι στην παρούσα φάση των κρίσεων σε όλον τον κόσμο αλλά και στην Ευρώπη, είμαστε υποχρεωμένοι «να διατηρήσουμε τη συνοχή μας», ενώ είναι «φυσικά πεπεισμένος» ότι η Ελλάδα λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της «πρέπει να παραμείνει ένα αγκυροβόλιο σταθερότητας» και δηλώνει κατηγορηματικά: «Δεν θέλουμε να αποδυναμώσουμε την Ελλάδα, θέλουμε να την ενισχύουμε».
Ολόκληρη η συνέντευξη του γερμανού υφυπουργού ευρωπαϊκών υποθέσεων κ. Μίχαελ Ρότ στο ΑΠΕ έχει ως εξής:
Kύριε υφυπουργέ, ποιός είναι ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη; Ορισμένοι μιλούν για κυριαρχία της, ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας μίλησε μάλιστα για ηγεμονικές αξιώσεις.
Η Γερμανία είναι η πολυπληθέστερη και μια οικονομικά πολύ ισχυρή χώρα της Ευρώπης. Η Γερμανία ωφελήθηκε όσο καμιά άλλη χώρα από την Ευρώπη. Και γι΄ αυτό το λόγο φέρουμε ιδιαίτερη ευθύνη απέναντι στην Ευρώπη, ώστε να την καταστήσουμε ισχυρή και πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτή. Η Ευρώπη όμως είναι παράλληλα και μια ομαδική προσπάθεια. Είμαστε ένας ισχυρός παίκτης σε μια ομάδα 28 κρατών, αλλά παίζουν και άλλοι στο γήπεδο. Υπάρχουν και άλλοι παίκτες και επομένως δεν αρμόζει να χρησιμοποιούμε την οικονομική μας ισχύ με κυριαρχικό τρόπο. Αλλά ένα θέμα δεν θα μπορέσουμε να το επιλύσουμε: Εξακολουθούν να υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη, οι οποίες ζητούν από μας να αναλάβουμε περισσότερες ευθύνες και υπάρχουν δυνάμεις, οι οποίες ευκαιρίας δοθείσης παραπονούνται ότι αναμιγνυόμαστε υπερβολικά ή ότι επίσης είμαστε πολύ κυριαρχικοί. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το δίλημμα. Γι΄ αυτό και είναι πάντοτε σημαντικό να επιχειρηματολογούμε στοχευμένα. Γι΄ αυτό δεν μπορώ να δώσω μια τελική απάντηση στο ερώτημά σας, διότι θα έπρεπε να μιλήσουμε για συγκεκριμένα ζητήματα. Δεν νομίζω πάντως ότι είμαστε ηγεμονικοί, αλλά ότι η Γερμανία προσπαθεί να ανταποκριθεί στις ευθύνες της σε μια Ευρώπη των κρίσεων.
Έχει δηλαδή κεντρικό αλλά όχι ηγεμονικό ρόλο εννοείτε…
Ναι.
Υπάρχει κατά τη γνώμη σας υπεροχή, μια κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής;
Η υπεροχή της πολιτικής εξακολουθεί να υφίσταται όπως και πριν. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όμως, η πολιτική δεν είναι ο μόνος παίκτης. Υπάρχει ακόμα η οικονομία και η κοινωνία των πολιτών. Και αυτό μου φαίνεται ότι είναι ένα μεγαλύτερο πρόβλημα:
Εξακολουθούμε να εστιάζουμε στο έθνος-κράτος, το οποίο έχει μόνο περιορισμένη ικανότητα δράσης σε ένα αλληλοεξαρτώμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Εξαιτίας αυτού του λόγου είμαι υπέρμαχος της Ευρώπης, διότι για μένα είναι η μοναδική ευκαιρία να ξαναποκτήσει την πολιτική ισχύ να διαμορφώνει ενεργά τις συνθήκες στο ορατό μέλλον, την οποία από μακρού δεν διαθέτουν πλέον τα εθνικά κράτη. Βρίσκω, επομένως, παραπλανητική τη συζήτηση ότι τα εθνικά κράτη εμποδίζονται από μια τερατώδη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και περιορίζεται η δυνατότητα δράσης τους. Μπορείς να χάσεις κάτι, μόνο αν το έχεις στην κατοχή σου. Πολλές αρμοδιότητες δεν τις κατέχουν πια τα εθνικά κράτη, διότι σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και σε μια επίσης παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ιδίως οι οικονομικοί παίκτες, δεν ενδιαφέρονται πλέον καθόλου για τα εθνικά σύνορα. Και σε αυτό το θέμα η Ευρώπη αποτελεί μια πάρα πολύ καλή απάντηση, η οποία προσπαθεί να διασώσει την υπεροχή της πολιτικής.
Εξακολουθεί, δηλαδή, να υφίσταται η υπεροχή της πολιτικής επί της οικονομίας.
Φυσικά. Στις δημοκρατίες πρέπει πάντα να υπάρχει η αξίωση της υπεροχής της πολιτικής, δηλαδή να εξακολουθήσει η πολιτική να λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις. Οχι όμως η πολιτική υπό τη στενή της έννοια, να περιλαμβάνονται δηλαδή στην πολιτική μόνο οι φορείς των αποφάσεων και οι ελίτ, αλλά να είναι φορείς της πολιτικής και οι ενδιαφερόμενοι ενεργοί πολίτες.
Να κάνω λίγο πιο συγκεκριμένο το ερώτημα. Στο ελληνικό δημοψήφισμα οι Ελληνες πολίτες ψήφισαν όχι, αλλά τελικά τον καθοριστικό λόγο τον είχαν οι πιστωτές της. Ορισμένοι θεωρούν μάλιστα ότι οι Έλληνες εκβιάστηκαν να υπογράψουν το νέο μνημόνιο.
Την ερώτηση αυτή θα έπρεπε να τη θέσετε στην κυβέρνησή σας. Η (ελληνική) κυβέρνηση υπερασπίστηκε αυτές τις προτάσεις, τις οποίες επεξεργάστηκε και διαπραγματεύθηκε με τους θεσμούς και λογοδότησε ενώπιον του κοινοβουλίου και της ελληνικής κοινωνίας. Επομένως θα έπρεπε να ρωτήσετε την κυβέρνησή σας για ό,τι προέκυψε μεταξύ αυτού το οποίο απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα και αυτού το οποίο βρίσκεται στο τραπέζι ως αποτέλεσμα μιας δύσκολης διαδικασίας διαπραγματεύσεων. Στο τέλος των διαπραγματεύσεων υπάρχει πάντοτε ένας συμβιβασμός και θεωρώ ότι στο μνημόνιο ξαναβρίσκουμε αυτό που χρειάζεται επειγόντως η Ευρώπη, δηλαδή ανάπτυξη, επενδύσεις, δομικές μεταρρυθμίσεις.
Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Γερμανίας (SPD) έχει μια παρόμοια πολιτική με την κυρία Μέρκελ, δηλαδή συμφωνείτε με αυτό που οι Έλληνες ονομάζουν αυστηρή πολιτική λιτότητας. Δεν βλέπει κανείς κάποια διαφοροποίηση. Πώς αισθάνεσθε αλήθεια ως σοσιαλδημοκράτης;
Λυπάμαι που έχετε αυτή την αντίληψη, αλλά είναι λανθασμένη. Και είναι λανθασμένη, διότι εν τω μεταξύ έχουμε επιτύχει στην Ευρώπη μια αλλαγή πολιτικής, η οποία για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια έχει θέσει εμφατικά στο επίκεντρο την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ακριβώς αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής μας ατζέντας. Σε αυτό δεν συνέβαλε ασφαλώς μόνον η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αλλά και άλλοι. Η αλλαγή πολιτικής δρομολογήθηκε από το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και από άλλους εμπλεκόμενους σε πολλά κράτη μέλη, στους οποίους άλλωστε ανήκουν και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες.
Μα είναι το νέο μνημόνιο κοινωνικό;
Σ’ αυτό απαντώ ναι. Οι σοσιαλδημοκράτες τάσσονται υπέρ ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος, υπέρ μιας σύγχρονης, λειτουργικής κοινωνικής διοίκησης, υπέρ ενός σύγχρονου δίκαιου κοινωνικού κράτους και αυτά ακριβώς περιλαμβάνονται στο μνημόνιο. Αλλά φυσικά αυτό το μνημόνιο δεν έγινε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του 25%, αλλά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η Ιταλία και η Ελλάδα προειδοποιούν εδώ και χρόνια για το προσφυγικό ζήτημα και η Ευρώπη αντέδρασε μόλις τώρα, όταν οι πρόσφυγες πλέον βρέθηκαν προ των πυλών της Κεντρικής Ευρώπης. Δεν είναι υποκριτικό; Γιατί μόλις τώρα αλληλέγγυοι μαζί τους και όχι πριν; Τί άλλαξε;
Αυξήθηκε απλώς δραματικά ο αριθμός των προσφύγων αυτό το χρόνο και μπορείτε πάντα να κατηγορείτε την πολιτική ότι δεν έδρασε εγκαίρως, ότι δεν έδρασε αρκετά αποφασιστικά ή ότι περίμενε πολύ. Καταρχάς είμαι πολύ υπερήφανος και πολύ ευγνώμων για το γεγονός ότι η Γερμανία κατόρθωσε παρ΄ όλες τις δυσκολίες να ανταποκριθεί στο καθήκον της να δεχθεί πάρα πολλούς πρόσφυγες. Και με την πράξη αυτή ανταποκρινόμαστε στις υποχρεώσεις μας ως η μεγαλύτερη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα στο κέντρο της Ευρώπης.
Η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας είναι σημαντική όχι μόνο λόγω του προσφυγικού αλλά και γενικά, αλλά δεν έχει συζητηθεί αρκετά. Ορισμένοι θεωρούν ότι η Ευρώπη έκανε το πάντα για να αποδυναμώσει την Ελλάδα. Οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί λ.χ. μάλλον θα εξεπλάγησαν. Δεν γίνεται περίγελος η Ευρώπη ως παγκόσμιος παίκτης;
ΟΙ ΗΠΑ δεν είναι καλό παράδειγμα διότι στο σύνταγμά τους δεν περιλαμβάνεται κατηγορηματικά η αρχή της αλληλεγγύης. Δεν υπάρχουν σε αυτό η ανακατανομή των δημοσίων πόρων και οι εισφορές αλληλεγγύης, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της προσέγγισης και εξομοίωσης του βιοτικού επιπέδου. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό στην ΕΕ, η οποία στηρίζεται στην αλληλεγγύη. Η κυβέρνησή μου είχε πάντοτε την άποψη ότι Η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει ως ισότιμος εταίρος στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Την αντίληψη, όμως, ότι κάποιες δυνάμεις του κακού από το εξωτερικό οδήγησαν τη χώρα στο γκρεμό, τη θεωρώ άστοχη και απλουστευτική.
Και ταυτόχρονα έχετε δίκιο. Η παρούσα κατάσταση στον κόσμο, στον οποίο επικρατούν κρίσεις, αλλά και στην Ευρώπη, μας υποχρεώνει να διατηρήσουμε τη συνοχή μας και είμαι φυσικά πεπεισμένος, ότι η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στο κατώφλι μεταξύ Εγγύς και Μέσης Ανατολής, στη γειτονιά μιας ακόμα εύθραυστης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με τα Δυτικά Βαλκάνια, πρέπει να παραμείνει ένας πόλος σταθερότητας και ακριβώς σε αυτήν πολιτική είμαστε δεσμευμένοι. Δεν θέλουμε να αποδυναμώσουμε την Ελλάδα, θέλουμε να την ενισχύουμε. Περί αυτού πρόκειται.