Σταθερά αυξητική πορεία, παρουσιάζει η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων στην Ελλάδα και από το 12,6% το 2010, άγγιξε το 2013, το 23% (15,9% το 2011, 18,8% το 2012).
Ετσι εξηγείται και το «φαινομενικά παράλογο» της τελευταίας πενταετίας, η επίσημη αγορά τσιγάρων και καπνού να καταγράφει μείωση σε ποσοστό 45% περίπου, αλλά συνολικά η κατανάλωση να παραμείνει σταθερή.
Οι απώλειες του προϋπολογισμού από το λαθρεμπόριο καπνού σταδιακά αυξάνονται και αυτές, και σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζονται φέτος περίπου σε 650 εκατ. ευρώ. Το κράτος εισέπραξε 4 δισ. ευρώ περίπου από τη φορολογία καπνού το 2009 και κάτω από 2,5 δισ. ευρώ το 2014.
Το τσιγάρο να επιβαρύνεται με περίπου 85% της τιμής του σε φόρους, περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τα καύσιμα, πράγμα που συντελεί στην αύξηση του παραεμπορίου καπνού, και κατά συνέπεια και στη ραγδαία αύξηση των υποθέσεων που φτάνουν στα δικαστήρια, όπως ανέφερε, κατά την ομιλία του στο 6ο πανελλήνιο συνέδριο για τον έλεγχο του καπνίσματος που διεξάγεται στην Αθήνα, ο Αντώνιος Αλαπάντας, πρόεδρος Πρωτοδικών, Δρ Νομικής ΕΚΠΑ, LM Πανεπιστημίου Αμβούργου, τακτικός καθηγητής Ποινικού Δικαίου Σχολής Αστυνομίας.
Παγκοσμίως το 11,6% όλων των τσιγάρων του εμπορίου είναι προϊόντα λαθρεμπορίου, δηλαδή περίπου 657 δισεκατομμύρια τσιγάρα κάθε χρόνο στερούν τις κυβερνήσεις από έσοδα 41 δισεκατομμυρίων δολαρίων. «Ο καπνός είναι η περισσότερο λαθραία διακινούμενη νόμιμη ουσία στον κόσμο και το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού, αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα πολλά πλοκάμια της Λερναίας Υδρας του οργανωμένου εγκλήματος και της παραοικονομίας, που αποφέρει κέρδη εκατομμυρίων ευρώ στα οργανωμένα κυκλώματα, ενώ ιλιγγιώδη είναι και τα ποσά από τους διαφυγόντες φόρους και δασμούς», λέει ο καθηγητής. Χώρες προέλευσης των λαθραίων τσιγάρων, όπως αναφέρθηκε, είναι κυρίως η Ρωσία, τα κράτη της Βαλτικής και η Κίνα, με τράνζιτ χώρες τα Δυτικά Βαλκάνια και κυρίως την Αλβανία, αλλά και την Κύπρο, τη Μάλτα και τη Ρουμανία.
Ο κ. Αλαπάντας αναφέρθηκε και άλλους παράγοντες που ευνοούν το λαθρεμπόριο τσιγάρων παγκοσμίως, όπως είναι μεταξύ άλλων η έλλειψη συστημάτων ελέγχου και ασφαλείας στις μεταφορές, η διαφορά στην τιμή των τσιγάρων μεταξύ των χωρών, η ύπαρξη πολλών αφορολόγητων προϊόντων στο διεθνές εμπόριο που δημιουργεί συνθήκες λαθρεμπορίου, η ανυπαρξία πόρων για την πρόληψη του εγκλήματος και μακροπρόθεσμης αντεγκληματικής πολιτικής των κρατών, καθώς οι σχετικοί μηχανισμοί της Πολιτείας συνήθως αντιδρούν μόνο μετά την εμφάνιση ενός σημαντικού περιστατικού λαθρεμπορίας καπνού, η έλλειψη αποτελεσματικής διεθνούς συνεργασίας στην πάταξη του λαθρεμπορίου τσιγάρων, η διαφθορά σε υψηλά κλιμάκια των αρχών και οι ελαστικές ποινές για τους δράστες.
«Πολλές χώρες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το λαθρεμπόριο τσιγάρων, διότι απλώς δεν το συγκαταλέγουν στα σοβαρά εγκλήματα, όπως είναι το λαθρεμπόριο όπλων, ναρκωτικών ή φαρμακευτικών παρασκευασμάτων. Έτσι, το λαθρεμπόριο τσιγάρων γίνεται πιο “ελκυστικό” και “ασφαλές” για όσους γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να συλληφθούν, να καταδικαστούν και να φυλακιστούν είναι μηδαμινές», τόνισε ο κ. Αλαπάντας.
Οι παραβάσεις αυτές, σύμφωνα με τον κ. Αλαπάντα, αντιμετωπίζονται από τα ελληνικά δικαστήρια με βάση τη νομοθεσία καταπολέμησης της λαθρεμπορίας και ιδίως με το νόμο 2960/2001, όπως ισχύει (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) που προβλέπει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, «εκ πρώτης όψεως, είναι ανάλογες με τη βαρύτητα της πράξης διάθεσης παράνομων καπνικών προϊόντων και ικανές να περιορίσουν δραστικά το φαινόμενο αυτό, υπό την έννοια της ειδικής και γενικής πρόληψης. Στην πράξη όμως είναι αναποτελεσματικές, όπως προκύπτει από τη ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου αυτού και την αύξηση των σχετικών ποινικών δικογραφιών και μάλιστα με υπότροπους δράστες (και συχνά πολλαπλώς υπότροπους)». Όπως είπε, συχνές είναι οι συλλήψεις δραστών για λαθρεμπόριο με σημαντικές ποσότητες λαθραίων τσιγάρων σε πλοία και εμπορευματοκιβώτια στα λιμάνια Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και στις ακτές της Πελοποννήσου, ενώ καθημερινό φαινόμενο είναι οι συλλήψεις μικροδιακινητών λαθραίου καπνού στα κέντρα των πόλεων (ιδίως των μεγάλων) και στις λαϊκές αγορές.
Καταθέτοντας την προσωπική του άποψη ο κ. Αλαπάντας, επισήμανε ότι λόγω του ότι το παραεμπόριο καπνού δεν συνιστά μόνο παράβαση οικονομικού χαρακτήρα που στερεί σημαντικά έσοδα από το κράτος και πλήττει τους νόμιμους καπνοπώλες, αλλά και φαινόμενο που πλήττει την υγεία των πολιτών, αφού τα παράνομα αυτά καπνικά προϊόντα είναι αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας και παράγονται χωρίς τις νόμιμες προδιαγραφές και ελέγχους, θα ήταν ενδεδειγμένη η εισαγωγή ειδικής ποινικής διάταξης σε ειδικό νόμο (εκτός του εθνικού τελωνειακού κώδικα) με αυστηρές κυρώσεις που θα εκτίονται πραγματικά.