Ενας περίεργος καβγάς σημειώνεται έχει ξεσπάσει στο Δοκό, το νησάκι δίπλα στην Υδρα. Αφορμή είναι η παρουσία και ο ελλιμενισμός δεκάδων σκαφών αναψυχής τους καλοκαιρινούς μήνες σε μία περιοχή που έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος.
Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα καθώς έγινε γνωστό πως άγνωστοι ξήλωσαν και εξαφάνισαν τις πινακίδες που τοποθέτησε το υπουργείο Πολιτισμού στον Δοκό, και οι οποίες ενημέρωναν για την απαγόρευση ελλιμενισμού σκαφών στο νησί. Οπως αναφέρει η Καθημερινή ο Σύλλογος Οικολόγων Υδρας υποστηρίζει πως «η τοποθέτηση των πινακίδων ήταν απαραίτητη, γιατί ειδικά το καλοκαίρι ο Δοκός μετατρέπεται σε χαβούζα από τα δεκάδες κότερα και τα σκουπίδια που αφήνουν πίσω τους οι επισκέπτες. Κι αυτό, παρότι σε όλους τους ναυτικούς χάρτες αναφέρεται σαφώς ότι πρόκειται για θαλάσσιο αρχαιολογικό πάρκο».
Μάλιστα αναφέρουν πως οι πινακίδες είχαν τοποθετηθεί προκειμένου να αποτρέπουν τον ελλιμενισμό σκαφών στην περιοχή όπου έχει ανακαλυφθεί το αρχαιότερο γνωστό ναυάγιο.
Ποιος είναι ο Δοκός
Ο Δοκός είναι νησί του Αργοσαρωνικού το οποίο βρίσκεται απέναντι από την Ερμιόνη, στο στενό ανάμεσα Ύδρας, Ερμιόνης και Σπετσών. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Απεροπία, λόγω της άπειρης θέας που της προσφέρει η στρατηγική της θέση, με αυτό το όνομα αναφέρεται και από τον Παυσανία.
Το Δοκός, το απέκτησε κατά την Βυζαντινή περίοδο καθώς αποτελεί πέρασμα για την Ύδρα αλλά και για την Ερμιόνη, για την δεύτερη δε μέσω του Βούπορθμου, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα η σημερινή χερσόνησος Μουζάκι στην ηπειρωτική πλευρά του περάσματος. Είναι ένα από τα λίγα ελληνικά νησιά γένους αρσενικού. Το νησί είναι ορεινό, βραχώδες, με υψόμετρο 308 μ. και ανέκαθεν αποτελούσε ένα καλά κρυμμένο στρατηγικό σημείο. Στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν τα ερείπια ενός μεγάλου Βυζαντινού - Ενετικού κάστρου. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821 χρησιμοποιήθηκε από τον στόλο της Ύδρας σαν χειμερινό αγκυροβόλιο.
Το ναυάγιο
Το ναυάγιο χρονολογείται στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο ερευνητής των βυθών, Peter Throckmorton, ήταν εκείνος που ανακάλυψε το καλοκαίρι του 1975 το ναυάγιο σε βάθος 15-30 μέτρων. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στο Δοκό συνοδευόμενος από τον αρχαιολόγο Γιώργο Παπαθανασόπουλο με τον οποίο χρονολόγησαν τα κεραμικά, που είχε ανακαλύψει, στην πρωτοελλαδική εποχή και διατύπωσαν την υπόθεση ότι επρόκειτο για ναυάγιο του 2200 π.Χ. περίπου. Κατόπιν, σε δύο διερευνητικές αποστολές (1975 και 1977) τα ευρήματα χρονολογήθηκαν με μεγαλύτερη ακρίβεια στην δεύτερη πρωτοελλαδική περίοδο (2700-2200/2100 π.Χ.). Τότε διαπιστώθηκε ότι πρόκειται σίγουρα για το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο.