Απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο «κουρέματος» του ελληνικού χρέους ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ( ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ τονίζοντας ότι υπάρχουν περιθώρια μόνο για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής σε συνδυασμό με την μείωση των επιτοκίων.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην φινλανδική εφημερίδα Kauppalehti, σχολίασε πως η Ελλάδα επωφελείται από τα πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού που προσφέρει ο ESM στα μέλη του. «Έχουμε υπολογίσει ότι η Ελλάδα γλιτώνει 8 δισ. ευρώ από την εξυπηρέτηση του χρέους, κάτι που αντιστοιχεί σε 4% του ΑΕΠ της», ανέφερε. Η βιωσιμότητα του χρέους δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο ως προς τον λόγο του χρέους επί του ΑΕΠ, υπογράμμισε αλλά «θα πρέπει να εξετάσουμε τις πραγματικές οικονομικές ανάγκες».
Κληθείς να σχολιάσει αν περιμένει να είναι δύσκολες οι διαπραγματεύσεις για την ελληνική κυβέρνηση για το χρέος, ο επικεφαλής του ESM τόνισε ότι «τίποτε δεν είναι εύκολο με την Ελλάδα», ωστόσο εκτίμησε ότι σε σύγκριση με τις «εξωπραγματικές απαιτήσεις της αρχής του 2015» η ελληνική κυβέρνηση θα έχει πιο «ρεαλιστικές προσδοκίες».
«Οι δημοσιονομικοί στόχοι βρίσκονται σε καλή πορεία, καθώς πριν από 6 χρόνια το έλλειμμα ήταν στο 15% και σήμερα γύρω στο 3%» συνεχίζει ο επικεφαλής του ESM, ο οποίος σημειώνει ωστόσο ότι «το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι το πιο ακριβό της Ευρώπης και η μεταρρύθμιση του είναι πολύ σημαντική».
Ο Κλάους Ρέγκλινγκ διαπιστώνει στην συνέντευξη του ότι «τίποτα δεν είναι εύκολο στην Ελλάδα με δεδομένες τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα» αν και όπως αναφέρει στη συνέχεια «η δεύτερη κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου έχει την εντολή να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και φαίνεται να επιθυμεί να φέρει εις πέρας το έργο αυτό». Παράλληλα, ερωτηθείς σχετικά, κατέστησε σαφές πως το σενάριο της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, γνωστό και ως Grexit, αυτή τη στιγμή έχει αποφευχθεί και δεν βρίσκεται στα πιθανά ενδεχόμενα.
Όσον αφορά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, υπογράμμισε ότι το πρόγραμμα της Ελλάδας μειώνεται πρακτικά από τα 86 δισ. ευρώ στα 71 δισ. ευρώ, αφού οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν το σύνολο των κονδυλίων που είχε δεσμευτεί για αυτές (25 δισ. ευρώ).