Οι Ελληνες δυσκολεύονται να θάψουν τους δικούς τους ανθρώπους, καθώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα της κηδείας, γράφει το BBC σε άρθρο του.
Επισημαίνει επίσης ότι αναγκάζονται να προχωρήσουν σε εκταφή των σορών των δικών τους ανθρώπων τρία χρόνια μετά τον θάνατό τους, καθώς δεν μπορούν να αντέξουν τα έξοδα που απαιτούνται για τη συντήρηση ενός τάφου.
Γράφει το BBC:
«Τα νεκροταφεία στην Ελλάδα είναι τόσο υπερπλήρη που συχνά οι σοροί μένουν θαμμένοι στο έδαφος μόνο για τρία χρόνια. Στη συνέχεια οι συγγενείς των νεκρών καλούνται να προχωρήσουν σε εκταφή και μεταφέρουν τα οστά των δικών τους ανθρώπων σε οστεοφυλάκια. Πολλοί, όμως, δεν μπορούν να πληρώσουν ακόμη και για να κάνουν αυτό...
Η Κατερίνα Κίτσου στέκεται κλαίγοντας πάνω από τον τάφο του πατέρα της στο κεντρικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης. Παρακολουθεί την εκταφή... Ο πατέρας της Χριστόδουλος πέθανε πριν από επτά χρόνια. Ωστόσο, τώρα, η οικογένεια αποφάσισε να προχωρήσει σε εκταφή καθώς δεν μπορούν να πληρώνουν περαιτέρω για το νεκροταφείο.
«Πληρώναμε επί τέσσερα χρόνια, αλλά πλέον δεν μπορούμε να το αντέξουμε οικονομικά», λέει η Κατερίνα μιλώντας στο BBC.
Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερο ψυχοφθόρα για τους συγγενείς των νεκρών. «Είναι ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Φαντάσου να τον έχεις στο μυαλό σου όπως ήταν εν ζωή και τώρα να βλέπεις μόνο κόκαλα. Είναι σαν μια δεύτερη κηδεία», προσθέτει.
Οι περισσότεροι Ελληνες πλέον γνωρίζουν ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους θα έρθουν αντιμέτωποι όχι μόνο με το θάνατο κάποιου αγαπημένου τους ανθρώπου αλλά και με αυτή τη δεύτερη ιδιότυπη κηδεία.
Τα τελευταία 50 χρόνια ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά. Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας μένουν μόνο στις δύο μεγάλες πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ λόγω της αστικής ανάπτυξης τα ήδη υπάρχοντα νεκροταφεία δεν μπορούν να επεκταθούν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μόνο όποιος πληρώνει μπορεί να αφήνει τη σορό του δικού του ανθρώπου στον τάφο. Το κόστος, μάλιστα, είναι απαγορευτικό, έτσι ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά, να παίρνουν τα οστά οι συγγενείς και ο χώρος να μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί.
Ο Πέτρος Μπαρκιτζής, ένας από τους νεκροθάφτες του νεκροταφείου, μεταφέρει στο BBC ότι καθημερινά γίνονται κατά μέσο όρο 15 εκταφές. Η διαδικασία στην αρχή απαιτεί τη χρήση ενός μικρού εκσκαφέα, ενώ ολοκληρώνεται με τη χρήση ενός φτυαριού.
Κάποιες φορές κανένας συγγενής του νεκρού δεν έρχεται να παρακολουθήσει τη διαδικασία. «Είναι τυχεροί οι συγγενείς αυτοί που έχουν αποσυντεθεί πλήρως. Πάντα ανησυχούμε μήπως τύχει να δούμε κάτι δυσάρεστο», προσθέτει.
Μια μεγάλη μαύρη κάλτσα και ένα παπούτσι είναι τα τελευταία πράγματα που βγαίνουν από τον τάφο από τον οποίο γίνεται σήμερα η εκσκαφή. Το κοστούμι του νεκρού τινάζεται καθώς το χτυπά το φτυάρι. Ωσπου πέφτουν τα οστά και καταρρέει... Τα λείψανα που έχουν απομείνει τα ακουμπούν πάνω σε ένα λευκό σεντόνι, ενώ τα υπολείμματα από τα ρούχα και τα παπούτσια τα πετούν σε έναν πράσινο σκουπιδοτενεκέ.
«Τουλάχιστον το 1/4 των σορών που γίνεται εκταφή μετά από τρία χρόνια δεν έχει πλήρως αποσυντεθεί (εξαρτάται και από το αν είχε πάρει στο τέλος της ζωής του κάποια ισχυρά φάρμακα ή είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπεία).
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αλλού γιατί απλά στο εξωτερικό είναι διαδεδομένη η καύση των νεκρών. Το 2006 ψηφίστηκε ο νόμος που επιτρέπει τη λειτουργία χώρων αποτέφρωσης, ωστόσο, 10 χρόνια μετά δεν λειτουργεί ούτε ένα μιας και η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλει σθεναρή αντίσταση.
Οι Ελληνες, πάντως, δεν δυσκολεύονται να στηρίξουν οικονομικά μόνο την εκταφή των συγγενών αλλά και τις ίδιες τις κηδείες των δικών τους ανθρώπων. Ο Σύνδεσμος Γραφείων Κηδειών της Αθήνας εκτιμά ότι περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού δυσκολεύεται να πληρώσει τις κηδείες των αγαπημένων του προσώπων.
«Παλιότερα οι ηλικιωμένοι έβαζαν μερικά χρήματα στην άκρη για να υπάρχουν για την κηδεία τους. Τώρα χαλούν τα λεφτά αυτά για να στηρίξουν τα άνεργα παιδιά τους», σημειώνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Νάσος Κωστόπουλος».