Τέτοιες ημέρες πριν 99 χρόνια, το ελληνικό έθνος έγραφε ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας του. Σαν σήμερα, ο ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, αποκαθιστώντας στον εθνικό κορμό τη «συμβασιλεύουσα του Γένους».
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η «πτωχή, πλην τίμια Ελλάς» των προηγούμενων ετών είχε καταφέρει να σταθεί στα πόδια της και τώρα διεκδικούσε τα εδάφη της Οθωμανική αυτοκρατορίας μαζί με τους βαλκάνιους συμμάχους της.
Από την πτώχευση στην εποποιία
Η χώρα είχε βρεθεί σε δεινή οικονομική κατάσταση δύο δεκαετίες πριν, κηρύττοντας πτώχευση το 1893. Είχε υποστεί την ταπείνωση ενός διεθνούς οικονομικού ελέγχου και μιας στρατιωτικής καταστροφής, στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Έκτοτε ακολούθησαν αστικές επαναστάσεις με αποκορύφωμα το Κίνημα στο Γουδί και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία.
Τον Μάιο του 1912, έχοντας αναδιοργανώσει το στράτευμα και έχοντας μια πλεονασματική οικονομία, η Ελλάδα ήταν έτοιμη να διεκδικήσει την απελευθέρωση των εδαφών που ανήκαν στους Οθωμανούς προκειμένου να επιτύχει τη «Μεγάλη Ιδέα».
Θεσσαλονίκη: η πολυεθνική «συμβασιλεύουσα»
Σε αυτό το πλαίσιο, η Θεσσαλονίκη είχε βαρύνουσα θέση καθώς αποτελούσε τη σπουδαιότερη πόλη στο βαλκανικό χώρο με μόνη την Κωνσταντινούπολη να την ξεπερνά. Άλλωστε οι δύο πόλεις, από τα βυζαντινά χρόνια θεωρούντο «αδελφές».
Η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν σπουδαίος εμπορικός κόμβος και μια πραγματικά κοσμοπολίτικη πόλη. Κυρίαρχη θέση στη ζωή της πόλης είχε η εβραϊκή κοινότητα. Οι Σεφαρδίτες Εβραίοι με καταγωγή από την Ισπανία, είχαν εγκατασταθεί από το 15ο αιώνα και αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού. Ακολουθούσαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες.
Το «θερμό επεισόδιο» Βενιζέλου-Κωνσταντίνου
Για λόγους στρατηγικούς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προέκρινε την κατάληψη της πόλης το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να προλάβει ενδεχόμενη προέλαση των Βουλγάρων, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα, καθώς οι δυο χώρες ήταν επισήμως σύμμαχοι.
Ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού και διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος είχε διαφορετική άποψη. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε πως έπρεπε να προελάσουν στο Μοναστήρι, το οποίο είχε συμπαγή ελληνικό πληθυσμό σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη.
Αυτή ήταν και το πρώτο «θερμό επεισόδιο» στη σχέση των δύο αντρών, η οποία θα κλιμακωνόταν τα επόμενα χρόνια σε αυτό που θα μείνει γνωστό στην Ιστορία ως «Εθνικός Διχασμός».
Παροιμιώδης είναι η συνομιλία των δύο αντρών δια των τηλεγραφημάτων, με τον Κωνσταντίνο να γράφει πως «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε», και τον Βενιζέλο να απαντά: «Σας το απαγορεύω!»
Απελευθέρωση ανήμερα του Αγ. Δημητρίου
Μετά τη δραματική διάβαση του ποταμού Αξιού, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στη Θεσσαλονίκη και ο διάδοχος διαπραγματεύεται τους όρους παράδοσης της πόλης.
Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Ταξίμ Πασάς, δηλώνει πως «από τους Έλληνες την πήραμε, στους Έλληνες θα την παραδώσουμε», ωστόσο προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του και ελπίζοντας σε έλευση των Βουλγάρων, καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις.
Η κωλυσιεργία του Κωνσταντίνου στη διαπραγμάτευση στερεί την ελληνική πλευρά από πολύτιμο χρόνο με αποτέλεσμα ο Βενιζέλος να τον διατάξει να καταλάβει άμεσα τη Θεσσαλονίκη, καθιστώντας τον μάλιστα προσωπικά υπεύθυνο για ενδεχόμενη απώλειά της.
Τελικά την νύχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου, υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης και την επόμενη ο ελληνικός στρατός εισέρχεται πανηγυρικά στην πόλη.
Έναν αιώνα μετά τι;
Σήμερα, 99 χρόνια μετά, η Θεσσαλονίκη μοιάζει σκιά του πάλαι ποτέ ένδοξου εαυτού της. Από μια κοσμοπολίτικη πόλη μετετράπη σε δεύτερης στάθμης επαρχιακή πόλη, χωρίς προσανατολισμό, με έντονα στοιχεία εθνικισμού και ξενοφοβίας. Πέρα από τις κρατικές φιέστες τύπου ΔΕΘ, η εκατονταετηρίδα από την ενσωμάτωση της πόλης στον εθνικό κορμό, μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για ένα γόνιμο δημόσιο διάλογο σχετικά με τη Θεσσαλονίκη, ώστε η πόλη να «επανεφεύρει» τον εαυτό της και να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.