Εκτός από τις αποκαλύψεις για την εξωσυζυγική σχέση της με τον «Πιερ», η Μαργαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της «Ερωτας και Εξουσία» περιγράφει και το πώς γνωρίστηκε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο πρόλογος του γιου της και οι συμβουλές της Μελίνας
Ο πρόλογος του βιβλίου της, τον οποίο υπογράφει ο γιος της Νίκος Παπανδρέου, αναφέρει τα εξής (όπως δημοσιεύτηκαν στη Real News):
«Το διαζύγιο Μαργαρίτας-Ανδρέα (και κατόπιν ο γάμος του Ανδρέα με νεότερή του γυναίκα) όχι μόνο κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα στην Ελλάδα, αλλά έκανε και τον γύρο του κόσμου. Ηταν ένα διαζύγιο στο οποίο έπρεπε να πάρουν θέση όχι μόνο φίλοι και συγγενείς, αλλά και όλη η χώρα. Για πρώτη φορά περιγράφεται με λεπτομέρειες το πώς έφτασε στον χωρισμό.
[...] Παρά τους αρχικούς της δισταγμούς, η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν αποφεύγει να μιλήσει για τον έρωτα αλλά και για το σεξ. Δεν κρύβει τίποτα στις σελίδες του βιβλίου της, κι ας μην είναι, ορισμένες φορές, οι πιο ευχάριστες για έναν γιο… Η Μαργαρίτα -για όσους τη γνωρίζουν- είναι άτομο ικανό να μην πάρει στα σοβαρά τα δικά της προσωπικά διλήμματα, τα δικά της κουσούρια. Το χαρακτηριστικό αυτό την υποχρεώνει να βγει έξω από τον εαυτό της, ώστε να μπορεί να διασκεδάσει με τα κουσούρια της…
[...] Φορές φορές, πιστεύω ότι το παράκανε με την αποστασιοποίησή της και την αντικειμενικότητα με την οποία χειρίστηκε τον δύσκολο χωρισμό από τον σύζυγό της. Θυμάμαι τη Μελίνα Μερκούρη να της λέει στο Καστρί κάποτε: "Μαργαρίτα, αν θέλεις να πάρεις πίσω τον Ανδρέα, να εγκαταλείψεις τις συνήθειές σου και τις 'αμερικανιές'. Δε θα τον φέρεις πίσω με συζητήσεις και αναλύσεις σαν να είστε δύο επιστήμονες. Θα πρέπει να κάνεις αυτό που κάνουμε εμείς οι Ελληνίδες - να πέσεις στα γόνατά σου, να παρακαλέσεις, να κλάψεις,να δακρύσεις, να τραβάς τα μαλλιά σου, να τον αγκαλιάσεις στα πόδια, να δείξεις επιτέλους ότι πονάς. Αλλιώς θα σ’ τον φάει η άλλη!". Τούτη η συμπεριφορά, όμως, δεν ήταν κάτι που άρμοζε στη δική της ζωή, στα δικά της ήθη και έθιμα.
[...] Η σχέση της και ο έρωτάς της με τον Ανδρέα είναι από τα πιο αληθινά και δραματικά love stories της σύγχρονης Ελλάδας, μια υπόθεση με πάθος, με δυσκολίες και με πόνο, με χαρές και επιτυχίες, με συναισθήματα τόσο δυνατά, που μαρτυρούν το γεγονός ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι έζησαν όλο το πολύχρωμο φάσμα ενός αληθινού έρωτα. Από τέτοιους έρωτες γίνονται ταινίες, από αυτά τα στοιχεία γράφονται μυθιστορήματα. Είναι μια σχέση που θα την περιγράψω στα δικά μου παιδιά όταν και εκείνα αρχίσουν να ερωτεύονται…
Νίκος Παπανδρέου
Αθήνα, Ιούλιος 2015»
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου η Μαργαρίτα Παπανδρέου γράφει για την τυχαία γνωριμία της με τον Ανδρέα σε ένα οδοντιατρείο, τον θυελλώδη έρωτά τους και το πώς παντρεύτηκαν μετά από 3 χρόνια γνωριμίας, αφού πρώτα χώρισαν και οι δύο...
Η γνωριμία στο οδοντιατρείο
«Ηταν Φεβρουάριος του 1948 όταν πρωτογνώρισα τον Ανδρέα, έναν αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μινεσότα. Εκείνος ήταν είκοσι εννιά χρόνων, κι εγώ είκοσι τεσσάρων. Η συνάντησή μας έγινε στην καθόλου ρομαντική αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου. Ο οδοντίατρος ήταν ένας Ελληνοκύπριος, κι εγώ ήμουν η συγγραφέας-φάντασμα της αυτοβιογραφίας του. Περιμένοντας να ξεκινήσει η συνεργασία μας, δούλευα ένα κείμενο για μια διαφήμιση για τη στήλη βαθυτυπίας στην εφημερίδα Minneapolis Tribune σαν μέρος ενός λογαριασμού που είχα με το Minnesota Business School. Είκοσι λεπτά πέρασαν, κι εγώ πάλευα να γράψω μια πρόταση στα γαλλικά, σαν το "εξωτικό" στοιχείο μιας διαφήμισης. Ο άντρας που καθόταν απέναντί μου φαινόταν ξένος. Αποφάσισα να του κάνω μια ερώτηση: "Μήπως ξέρετε γαλλικά;". Η απάντησή του ήταν ένα ευγενικό και εγκάρδιο "Ναι", ενώ σηκώθηκε από τη θέση του και κάθισε δίπλα μου και με ευκολία μου είπε τη γαλλική πρόταση που χρειαζόμουν.
Τη στιγμή εκείνη ο ασθενής βγήκε από το ιατρείο ακολουθούμενος από τον Αρη, τον οδοντίατρο, ο οποίος κάθισε μαζί μας στην αίθουσα αναμονής, εξηγώντας στον "ξένο" πως δε θα μπορούσε να φάει μαζί του εκείνο το βράδυ λόγω της συνεργασίας μας για το βιβλίο του. Δίστασε για ένα λεπτό και στη συνέχεια πρότεινε να πάμε και οι τρεις μας για ένα ποτό στο ξενοδοχείο Radisson προτού ξεκινήσουμε τη δουλειά. Η δουλειά δεν ξεκίνησε ποτέ.
Η έλξη ανάμεσα στον Ανδρέα και σε μένα, καθώς προχωρούσε η συζήτηση πίνοντας κοκτέιλ, έλαμπε σαν τα ζεστά κάρβουνα της φωτιάς, και ο Αρης, σε μια κίνηση ευγένειας, πρότεινε να αφήσουμε το γράψιμο εκείνο το βράδυ κι έφυγε διακριτικά. Οι δυο μας πήγαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και συνεχίσαμε την κουβέντα μας, μιλώντας για κείνα τα πράγματα που συζητούν δύο άνθρωποι οι οποίοι έλκουν ο ένας τον άλλο - για τον εαυτό τους. Εμαθε πως είχα μεγαλώσει σ’ ένα μικρό προάστιο του Σικάγου, η μεγαλύτερη από πέντε αδερφές μιας χαμηλού εισοδήματος οικογένειας, και πως δούλευα για να τελειώσω τη σχολή δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Μινεσότα κάνοντας παράξενες δουλειές - σερβιτόρα, συνοδός λεωφορείου, ταμίας, υπεύθυνη των καταλόγων σε βιβλιοθήκη, εργάτρια στη σειρά συναρμολόγησης των κυλινδρικών κεφαλών Β-29, βιδώτρια μετάλλων στην εταιρεία Douglas Aircraft, βοηθός νοσοκόμας κι άλλες. Του εξήγησα πως προσπαθούσα να τα καταφέρω με τη δική μου εταιρεία δημοσίων σχέσεων».
Ο ερωτικός χορός, η αποκάλυψη ότι ο Ανδρέας ήταν παντρεμένος και ο πρώτος χωρισμός
«Οταν ξεκίνησε η μουσική και ο Ανδρέας μού ζήτησε να χορέψουμε και αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε σαν τον Φρεντ Ασταίρ και την Τζίντζερ Ρότζερς, ήξερα πως κάτι συνέβαινε που θα μου άλλαζε τη ζωή. Χορεύαμε πάνω στη γαλανή θάλασσα -το Αιγαίο φυσικά- πετούσαμε στον ουρανό πηδώντας από αστέρι σε αστέρι και στη Μεγάλη Αρκτο, με τα κορμιά μας να διπλώνουν και να κινούνται παράλληλα. Ενιωθα έναν υπέροχο ενθουσιασμό που διαχεόταν σε όλα τα κύτταρα του σώματός μου. Κι αν εγώ ήμουν γοητευμένη από αυτόν, ήταν ολοφάνερο πως κι εκείνος ήταν εντελώς συνεπαρμένος από μένα. Επειτα από λίγο ακούστηκε ο ρυθμός ενός τραγουδιού κάντρι, που περιέγραφε ακριβώς τα συναισθήματά μου εκείνο το βράδυ. Ξεκινούσε ως εξής: "Θα μπορούσα να έχω αυτό τον χορό για την υπόλοιπη ζωή μου; Θα γινόσουν το ταίρι μου για κάθε βράδυ; Οταν είμαστε μαζί, όλα φαντάζουν τόσο σωστά…".
Ολα θα ήταν τέλεια, εκτός από ένα πράγμα. Ηταν παντρεμένος.
Επειτα από αρκετούς μήνες μιας παθιασμένης και εκστατικής σχέσης κι ενός όλο και μεγαλύτερου μπλεξίματος, πρότεινα να σταματήσουμε να βλεπόμαστε ώσπου να λυθεί το πρόβλημα του γάμου του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ηταν η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Αν και πήγε στην ανατολική Αμερική τα Χριστούγεννα προκειμένου να μιλήσει με τη γυναίκα του, δεν υπήρξε διάλυση του γάμου. Ανακάλυψα πως δεν μπορούσα να βρίσκομαι στη Μιννεάπολις και να μην είμαι μαζί του, κι έτσι ένα πρωί έβαλα όπως όπως τα ρούχα μου σε δύο παλιές βαλίτσες, κλείδωσα την πόρτα του γραφείου μου κι έφυγα από την πόλη, το σπίτι μου επί εφτά χρόνια, τόσο ως φοιτήτριας όσο κι ως νεοφώτιστης επιχειρηματία...».
Η τυχαία επανασύνδεση στην Ουάσινγκτον
«Προσγειώθηκα στην Ουάσινγκτον DC στις αρχές της άνοιξης του 1949, αναζητώντας μια θέση αρθρογράφου στην Αμερικανική Υπηρεσία ΔημόσιαςΥγείας. Πέρασα τρεις εβδομάδες στην Ουάσινγκτον για προσανατολισμό. Ημουν γοητευμένη από την πόλη (ήταν άνοιξη) και περιπλανιόμουν στους δρόμους τα Σαββατοκύριακα μετά τα μαθήματα. Οι βόλτες μου περιλάμβαναν πάντα μια αναζήτηση για ελληνικά εστιατόρια, όπου θα έπινα ούζο και θα έτρωγα μουσακά, ρίχνοντας δεκάρες στο τζουκ-μπόξ για να ακούσω τραγούδια που μου είχε μάθει ο Ανδρέας, όπως το "Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες" και το "Ενα βράδυ που ’βρεχε", τα περισσότερα από τα οποία ήταν ερμηνευμένα από τη Βέμπο,την τραγουδίστρια που με τη βραχνή φωνή της αποτελούσε το σύμβολο της αντίστασης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Καθόμουν συνεπαρμένη λαχταρώντας τον Ανδρέα, ενώ οι εστιάτορες προβληματίζονταν για τη λεπτή Αμερικανίδα με τα μακριά πόδια που έδειχνε να ξέρει ποια ελληνικά τραγούδια ήθελε να ακούσει…
Οι μήνες πέρασαν, μπήκε ο Μάιος, κι εγώ περπατούσα στην πανεπιστημιούπολη, νιώθοντας όμορφη με την κίτρινη καμπαρντίνα που είχα μόλις αγοράσει και απολαμβάνοντας τη χαρά της νιότης και της άνοιξης.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα αργήσει για την πρωινή διάλεξη. Τόσο προσηλωμένη ήμουν στο να προλάβω το μάθημα, που δεν πρόσεξα μια φιγούρα η οποία περπατούσε προς το μέρος μου, ώσπου ήταν πολύ κοντά για να γυρίσω και να εξαφανιστώ σ’ ένα διπλανό μονοπάτι. Γνώριζα το περπάτημα - ένας ζωηρός βηματισμός με τα πόδια προς τα έξω. Προσπέρασα αθόρυβα, παριστάνοντας πως ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου. Είχα περπατήσει τέσσερα ή πέντε βήματα μπροστά από τον Ανδρέα, όταν άκουσα το όνομά μου: "Μάργκαρετ;". Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα στο στήθος μου, αλλά στράφηκα, πήρα μια έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο και είπα αθώα: "Α, εσύ είσαι, Ανδρέα;".
Το αποτέλεσμα ήταν να περπατήσουμε μαζί έως την τάξη μου, ενώ ακολούθησαν πολλά δείπνα έξω, στα οποία μου έλεγε πως ο γάμος του διαλύεται, κι εγώ θυμάμαι να σκέφτομαι: την έχω ακούσει ξανά αυτή την ιστορία».
Τα αναπάντητα γράμματα του Ανδρέα και ο γάμος της με τον Ρόμπερτ Χολ
«Τα βράδια με τον Ανδρέα ήταν συναρπαστικά - ένα μείγμα προσμονής και αβεβαιότητας. Προσπάθησα να κρατάω τα συναισθήματά μου στον πάγο, για να μην επηρεαστεί η απόφασή μου να παντρευτώ τον Ρόμπερτ Χολ, έναν συμφοιτητή μου στο μεταπτυχιακό, τον Ιούλιο. Αν ο Ανδρέας είχε φύγει τον Ιούνιο για ένα σεμινάριο στο Μέιν, ακριβώς μετά τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους, η πορεία των γεγονότων μπορεί να ήταν διαφορετική. Ενα βράδυ στα τέλη Ιουνίου, μόλις γύρισα στο σπίτι όπου νοίκιαζα ένα δωμάτιο, η συγκάτοικός μου είπε πως είχα ένα υπεραστικό τηλεφώνημα από την Ανατολική Ακτή. Δεν κράτησε μήνυμα, επειδή αυτός που κάλεσε είπε πως θα ξανατηλεφωνούσε. Οι μέρες περνούσαν, οι προετοιμασίες του γάμου μου συνεχίζονταν, και στις 14 Ιουλίου παντρεύτηκα.
Μια μέρα είδα ένα άρθρο που αφορούσε τον πατέρα του Ανδρέα στην εφημερίδα L.A. Examiner. Ηταν Νοέμβριος του 1950. Αυθόρμητα, το έκοψα και το έστειλα στον Ανδρέα μέσα σ’ έναν φάκελο που είχε τη διεύθυνση του Κέντρου Υγείας του Νοτιανατολικού Λος Αντζελες. Αρχισαν να καταφτάνουν γράμματα από αυτόν, τα οποία διάβαζα, αλλά άφηνα αναπάντητα. Τι να του έλεγα; "Τελειώσαμε, φίλε. Παντρεύτηκα". Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς με έστειλαν στο Αλμπουκέρκι, στο Νέο Μεξικό. Το επόμενο Πάσχα,έπειτα από μερικά βιαστικά ταξίδια του Ρόμπερτ για να με δει στη νέα μου θέση στη νότια Αμερική, αποφάσισα να βγω από την κατάσταση που είχε γίνει αφόρητη και για τους δυο μας. Δεν ήμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο».
Ο γάμος Μαργαρίτας - Ανδρέα στο Ρίνο
«Εχοντας πάρει την απόφαση, ένιωσα ελεύθερη να στείλω την πρώτη μου απάντηση στα γράμματα του Ανδρέα, εξηγώντας ότι, παρά τα συναισθήματά μου γι’ αυτόν, παντρεύτηκα, όπως είχα προγραμματίσει, πιστεύοντας ότι η επανασύνδεσή μας θα ήταν χαμένη υπόθεση. Του είπα πως ο γάμος μου είχε αποτύχει. Τον ευχαρίστησα για όλα τα θερμά του γράμματα. Ελαβα πολύ γρήγορα ένα τηλεγράφημα, όπου έλεγε πως σχεδίαζε να οδηγήσει έως την Καλιφόρνια για ένα θερινό σεμινάριο και πως θα έκανε μια παράκαμψη από το Αλμπουκέρκι για να με δει. Περάσαμε πέντε υπέροχες μέρες μαζί. Ενα βράδυ, ενώ καθόμουν δίπλα του στο αυτοκίνητο, τραγούδησα ένα τραγούδι που πήγαινε κάπως έτσι: "Αν μπορούσα να είμαι μαζί σου για μία ώρα απόψε, αν μπορούσαμε να κάνουμε τα πράγματα που θα ήθελαν α κάναμε, τότε σου λέω πως θα ήμουν κάθε άλλο παρά λυπημένη, αν μπορούσα να είμαι μαζί σου…".
Και ξαφνικά εκείνος μου λέει: "Ας παντρευτούμε".
Στις 30 Αυγούστου του 1951, έπειτα από δύο γρήγορα και συναινετικά διαζύγια, παντρευτήκαμε στο Ρίνο της Νεβάδας με πολιτικό γάμο...»