Το Ντιτρόιτ ήταν το έμβλημα του αμερικανικού ονείρου. Πριν από 7 χρόνια η πόλη-καρδιά της βιομηχανίας του αυτοκινήτου πτώχευσε και έγινε πόλη-φάντασμα.
Σήμερα το Ντιτρόιτ μπαίνει σε μια κάποια φάση ανάπτυξης, χάρη σε μερικούς ριψοκίνδυνους επενδυτές. Η ελπίδα ξαναγεννιέται στην πόλη.
Στην καρδιά του Ντιτρόιτ υψώνονται κατά μήκος του ποταμού οι μυθικοί ουρανοξύστες της General Motors. Το Ντιτρόιτ κηρύχθηκε σε πτώχευση πριν από έναν χρόνo, στις 10 Δεκεμβρίου 2014, μετά από μια μακρά περίοδο αγωνίας και παρακμής.
Σήμερα, έχει γίνει κούρεμα χρέους από τα 18,5 δισ. δολάρια στα 11 δισ. δολάρια, ενώ η πόλη παραμένει σε κεντρικό έλεγχο όσον αφορά στον προϋπολογισμό της. Αναγκάστηκε μάλιστα να προσθέσει και άλλο χρέος, αφού δανείστηκε στις αγορές για να ξεχρεώσει ορισμένους δανειστές και ασφαλιστικές. Σε βοήθεια του Ντιτρόιτ έσπευσε το Μίτσιγκαν και κάποιες ιδιωτικές οργανώσεις, αλλά το πρόβλημα ήταν πολύ μεγάλο.
Τη σωτηρία του τελικά το Ντιτρόιτ τη χρωστάει στους ιδιώτες επενδυτές και κυρίως σε έναν άνθρωπο, τον Dan Gilbert. Με μια πρώτη ματιά, αυτός ο 50χρονος άτεγκτος και εσωστρεφής επιχειρηματίας δεν έχει την όψη του σωτήρα. Είναι ωστόσο ο 126ος πιο πλούσιος άνθρωπος στις ΗΠΑ και αυτός που αποφάσισε να σώσει το Ντιτρόιτ.
Ο Γκίλμπερτ κατάγεται από το Ντιτρόιτ. Ο πατέρας του είχε ένα μπαρ στην πόλη. Ο ίδιος κατόρθωσε να κάνει τεράστια περιουσία, από το 1985, όταν ίδρυσε την Quicken Loans, μια ιδιωτική τράπεζα που χορηγούσε δάνεια με υποθήκη. Ο επιχειρηματίας παρακολούθησε την κατάρρευση των τιμών στα ακίνητα του Ντιτρόιτ αλλά και τη μαζική έξοδο των επιχειρήσεων μετά την οικονομική κρίση.
Πήρε τον έλεγχο 75 ακινήτων με γραφεία που ήταν άδεια στο κέντρο της πόλης, με στόχο να τα ανακαινίσει και να τα νοικιάσει σε εταιρείες. Ο ίδιος χρηματοδοτεί εταιρείες και startups που ειδικεύονται σε νέες τεχνολογίες. Αποτέλεσμα: 130 επιχειρήσεις συνολικά επέστρεψαν στο Ντιτρόιτ μέσα σε 2 χρόνια.
Ο βαθύπλουτος επιχειρηματίας ακινήτων αγόρασε επίσης το Greektown Casino Hotel, με αίθουσες παιχνιδιών, το οποίο εκπροσωπεί το 16% των εσόδων της πόλης. Ο ίδιος ο Γκίλμπερτ επένδυσε 1,7 δισ. δολάρια από το 2010.
Ο Γκίλμπερτ μένει σε μια χλιδάτη βίλα 30 χιλιόμετρα βόρεια του Ντιτρόιτ. Είναι πατέρας πέντε παιδιών, φανατικός με τα σπορ και ονειρεύεται να ξαναδώσει στην πόλη τη λάμψη που είχε στο παρελθόν. Θυμάται την πόλη της νιότης του το 1960, την εποχή που το Ντιτρόιτ κυριαρχούσε με τη βιομηχανία αυτοκινήτου και την ιδιαίτερη μουσική σόουλ που παράγει. Οι δεκάδες επιχειρήσεις του απασχολούν 12.000 εργαζομένους.
Οι επενδύσεις του Γκίλμπερτ ενέπνευσαν και άλλους επιχειρηματίες, όπως ο Roger Penske, που ειδικεύεται στις μεταφορές. Ο δισεκατομμυριούχος έκανε περιουσία στους αγώνες αυτοκινήτων και χάρισε στην πόλη του Ντιτρόιτ τα περισσότερα κρατικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν. Επένδυσε 6 δισ. δολάρια για να κατασκευαστεί τραμ, το οποίο θα είναι έτοιμο το 2017.
Ενας τρίτος βαθύπλουτος επιχειρηματίας ήρθε να προστεθεί στους προηγούμενους, ο Fernando Palazuelo. Ο ίδιος είχε καταστραφεί από την κρίση των ακινήτων στην Ισπανία και εγκαταστάθηκε στο Περού, ενώ περίμενε να κηρυχθεί η πόλη σε πτώχευση πριν επενδύσει. Ο Παλαζουέλο δεν ενδιαφέρθηκε να επενδύσει στο κέντρο της πόλης, αλλά στα ερείπια του βιομηχανικού Ντιτρόιτ. Αγόρασε το κατεστραμμένο εργοστάσιο αυτοκινήτων Packard στην αστεία τιμή των 405.000 δολαρίων, με σκοπό να το μεταμορφώσει σε έναν χώρο 325.000 τ.μ. με 17 κτίρια και ζώνες βιομηχανικές αλλά και εμπορικές.
Ωστόσο, η αντίσταση του Ντιτρόιτ στην κρίση είναι δύο ταχυτήτων και οι αντιθέσεις είναι ορατές. Παντού υπάρχουν ξεβαμμένα και ερειπωμένα κτίρια, σαν να βγαίνουν από ταινία τρόμου. Πάνω από 70.000 κτίρια και σπίτια είναι έτοιμα να καταρρεύσουν. Εμπορικά, εκκλησίες, σχολεία και κυρίως σπίτια. Μέσα σε 10 χρόνια το 1 στα 10 σπίτια έχει κατασχεθεί από τις τράπεζες και τα υπόλοιπα τα εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους, κυρίως από τη μεσαία τάξη, που δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα στεγαστικά δάνεια, πιεζόμενοι από τη βαρύτατη φορολογία των ΗΠΑ.
Το Ντιτρόιτ πτώχευσε μετά από μια 20ετία παρακμής της βιομηχανίας του αυτοκινήτου, αλλά και γιατί έσπασε η φούσκα των ακινήτων το 2007, η οποία αποτελείωσε την πόλη.
Με εντολή του Προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, η επιχείρηση του Νταν Γκίλμπερτ ξεκίνησε το 2013 να καταστρέφει και να απομακρύνει από την πόλη αυτά τα κτίρια-φαντάσματα. Ωστόσο, το σχέδιο προχωράει αργά γιατί η καταστροφή ενός σπιτιού κοστίζει 15.000 δολάρια και το κράτος αποζημιώνει με καθυστέρηση.
Ο πληθυσμός του Ντιτρόιτ έχει μειωθει πια σε 688.000 κατοίκους. Προς το παρόν, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο να σταθεί στα πόδια του το κέντρο της πόλης, που θα αποτελέσει και τη «μηχανή» για τα μελλοντικά έσοδα. Σε δεύτερη φάση έρχονται τα κοντινά προάστια, τα οποία θα πρέπει να απελευθερωθούν από τα ερείπια, επιχείρηση που απαιτεί χρόνο και αφήνει πίσω της ένα παράδοξο τοπίο.
Και, τέλος, έρχονται τα μακρινά προάστια, όπου ζουν περίπου 200.000 κάτοικοι, οι οποίοι δεν δικαιούνται επιδόματα και απειλούνται με έξωση. Παρά τη μείωση κατά 20% στον «ΕΝΦΙΑ», από τον περασμένο Μάιο, για τους πιο αδύναμους, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Πολλά σπίτια δεν έχουν πια τρεχούμενο νερό λόγω διακοπής.
Το Ντιτρόιτ υποφέρει ακόμη και σήμερα και οι ανισότητες είναι κραυγαλέες. Το μισό χρέος της πόλης μειώθηκε με περικοπές στις συντάξεις και στον προϋπολογισμό υγείας.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ξεχωρίζουν στην περίοδο μετά την κρίση είναι και ο Ελληνας ομογενής Κυριάκος Κάτρος, 43 ετών, επικεφαλής προσωπικού στο Marriott Hotel. Νιώθει τυχερός που κράτησε τη δουλειά του μέσα στην κρίση και έβαλε στόχο να βοηθήσει τους νέους ανθρώπους που υποφέρουν.
Στο Ντιτρόιτ το 59% των νέων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ήτοι αύξηση 34% από το 2006. Ανάμεσα στις 50 μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ, η νέα γενιά υποφέρει περισσότερο στο Ντιτρόιτ. Οι ανθρωποκτονίες και οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν στους εφήβους κατά 14% τα τελευταία χρόνια, ενώ ο αναλφαβητισμός φθάνει σε επίπεδα-ρεκόρ, αφού πάνω από 100 δημόσια σχολεία έκλεισαν.
Ο Κάτρος αισθάνεται περήφανος που έσωσε τον 20χρονο Μπράιαν και τον ενέταξε στο προσωπικό του ξενοδοχείου. «Μπόρεσα να βάλω 2.000 δολάρια στην άκρη και να βοηθήσω τη μητέρα μου», λέει ο 20χρονος.