«Ναι μεν, αλλά...», η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την έκτακτη εισφορά, την οποία οι ανώτατοι δικαστές έκριναν συνταγματική και σύμφωνη με την ΕΣΔΑ, ωστόσο διαφώνησαν με τον τρόπο υπολογισμού της.
Στο ΣτΕ είχε προσφύγει η νυν γραμματέας δημοσίων εσόδων του υπουργείου Οικονομικών, Κατερίνα Σαββαΐδου-ως δικηγόρος και φορολογούμενος πολίτης τότε, αλλά και ο γενικός γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής του υπουργείου Δικαιοσύνης, Αγγελος Τσιγκρής.
Το ΣτΕ με ένα αναλυτικό σκεπτικό απεφάνθη ότι η έκτακτη εισφορά ΔΕΝ είναι αντίθετη στα άρθρα περί ισότητας και νομιμότητας φόρου, υπογραμμίζοντας ότι κατά τις επιταγές των άρθρων 4 και 78 του Συντάγματος, «ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».
Ωστόσο, η Ολομέλεια έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθούν οι διατάξεις της υπουργικής απόφασης «που ορίζουν ότι το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται το ύψος της επίδικης εισφοράς λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος που αναφέρεται στις μειώσεις του άρθρο 19 παράγραφος 2 εδάφιο ζ΄ (ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών), ρύθμιση, η οποία είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική».
Ως εκ τούτου, σύφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος φορολογούμενος είχε μεν μεγαλύτερο τεκμαρτό εισόδημα σε σχέση με το πραγματικό, αλλά προέβη δε, σε ανάλωση κεφαλαίου για να καλύψει την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, δεν θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει του μεγαλύτερου τεκμαρτού εισοδήματος, αλλά βάσει του τελικού ποσού με το οποίο πράγματι αυτός φορολογήθηκε.