Ο Μπιλάλ, ο μεγαλύτερος γιος του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το όνομα του οποίου συμπεριελήφθη σε αυτά των βασικότερων υπόπτων μεγάλου σκανδάλου διαφθοράς που αποκαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 2012, εγκαταστάθηκε με τη σύζυγο και τα παιδιά του στην Ιταλία για να ολοκληρώσει ένα διδακτορικό, γράφει σήμερα ο τουρκικός Τύπος.
"Είμαι στην Ιταλία προσωρινά για να τελειώσω τη διδακτορική μου διατριβή", δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Ανατολή, αρνούμενος κατηγορηματικά ότι "τράπηκε σε φυγή" τις παραμονές των πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 1ης Νοεμβρίου, όπως πιθαναλογούν μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης.
Η εφημερίδα Cumhuriyet αποκαλύπτει ότι ο Μπιλάλ Ερντογάν φέρεται να έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα και να εγγραφεί στο Johns Hopkins' School of Advanced International Studies (SAIS) στη Μπολόνια όπου είχε αρχίσει τις σπουδές του το 2007.
Έφυγε μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, όπου το ΑΚΡ --το ισλαμο-συντηρητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του οποίου ο πατέρας του ηγείτο μέχρι πριν γίνει πρόεδρος το 2014-- έχασε την απόλυτη πλειοψηφία την οποία είχε από το 2002.
Την περασμένη Κυριακή, λογαριασμός στο Twitter με την ονομασία "το βαθύ λαρύγγι της Τουρκίας, Φουάτ Αβνί" ανέφερε ότι ο Μπιλάλ Ερντογάν μετέβη στην Ιταλία στις 27 Σεπτεμβρίου με μεγάλα χρηματικά ποσά για να διαχειριστεί τα οικονομικά της οικογένειας. "Προβλέπουν να κρατήσουν τον Μπιλάλ στην Ιταλία μέχρι τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Θα αποφασίσουν αν πρέπει να επιστρέψει (στην Τουρκία) ανάλογα με την κατάσταση την επομένη των εκλογών", γράφει ο Φουάτ Αβνί.
Τον χειμώνα 2013-2014, η κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν είχε συγκλονιστεί από μια τεράστια υπόθεση διαφθοράς στην οποία εμπλέκονταν υπουργοί και ο Μπιλάλ Ερντογάν ο οποίος κατηγορήθηκε για αθέμιτη άσκηση επιρροής και υπεξαιρέσεις.
Όλες οι δικαστικές έρευνες που είχαν αρχίσει τότε έκλεισαν και έκτοτε ο Ερντογάν ξεκίνησε ένα "κυνήγι μαγισσών" κατά του κινήματος του εγκατεστημένου στις ΗΠΑ μουσουλμάνου ιερωμένου Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο κατηγορεί για υποκίνηση πραξικοπήματος με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησής του μέσω των υποστηρικτών του κινήματός του που εργάζονται στο δημόσιο τομέα.