Το Κεϋνσιανό μοντέλο που προσπάθησε ή, τουλάχιστον, ευελπιστούσε να προωθήσει η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα επί επτά μήνες και στηριζόταν στην αύξηση των κρατικών δαπανών, στην ουσία δεν θα μπορέσει για πολλά χρόνια να λειτουργήσει στην Ελλάδα.
Αυτό αναφέρει ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδα στο ΔΝΤ, Θάνος Κατσάμπας σε ανάλυση που ανάρτησε στο προσωπικό του ιστολόγιο και φέρει τον τίτλο «Econothoughts». Ο κ. Κατσάμπας εξηγεί γιατί σε χώρες που βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής κρίσης, όπως η Ελλάδα, και οι οποίες αντιμετωπίζουν άκαμπτους περιορισμούς στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού τους, οι δημόσιες δαπάνες υπολογίζονται εξ υπολοίπου και δεν μπορούν να προκαθοριστούν εκ των προτέρων.
«Φυσικά, η κυβέρνηση μπορεί να κάνει μια ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της (ποιές υποχρεώσεις θα πληρωθούν πρώτες, ποιές τελευταίες) αλλά δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει εμπρόθεσμα όλες τις υποχρεώσεις της αν δεν το επιτρέπει η υπάρχουσα χρηματοδότηση. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν αφελής παρατήρηση (η και ταυτολογία), αλλά στο διάστημα Φεβρουαρίου-Ιουλίου 2015 υπήρξαν πολλά παραδείγματα από κυβερνητικούς ιθύνοντες που έδιναν την εντύπωση ότι δεν αντιλαμβάνοντο αυτή τη προφανή σχέση», αναφέρει.
Ο Θάνος Κατσάμπας
Στην ίδια βάση προσθέτει: «Ίσως ο λόγος ήταν ότι στη προσπάθειά τους να καταρρίψουν τα Μνημόνια χρησιμοποιούσαν το πρωτόλειο Κεϋνσιανό υπόδειγμα που μαθαίνουμε στο πρώτο εξάμηνο των Πανεπιστημιακών σπουδών. Η στοιχειώδης οικονομική θεωρία (ιδιαίτερα η Κεϋνσιανή θεωρία) προϋποθέτει κατ' ουσίαν ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού και ότι τα μεγέθη της παραγωγής και της απασχόλησης μπορεί να επηρεαστούν από την μακροοικονομική πολιτική της κυβέρνησης, τουλάχιστο στο άμεσο μέλλον. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, όταν μία χώρα δεν μπορεί να δανειστεί ελεύθερα».
Ο κ. Κατσάμπας εξηγεί πως όταν μια χώρα βρίσκεται ουσιαστικά σε πτώχευση, όπως η Ελλάδα μετά το 2010, εξωτερική χρηματοδότηση δεν υπάρχει από ιδιωτικές αγορές κεφαλαίων και παρέχεται μόνο από τους διεθνείς οργανισμούς. «Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κρατικές δαπάνες έχουν ένα πλαφόν και υπολογίζονται εξ υπολοίπου», ξεκαθαρίζει.
Αναλυτικότερα, ο κ. Κατσάμπας εξηγεί πως σε μια τέτοια περίπτωση το ποσό του δανεισμού δεν μπορεί να τύχει διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη κυβέρνηση και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επιβάλλεται στη χώρα από τους δανειστές. Συνεπώς η χώρα πρέπει να περιορίσει τις δαπάνες της μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.
«Συνοπτικά, στη περίπτωση των προηγμένων χωρών οι δαπάνες προσδιορίζονται με γνώμονα τη βιωσιμότητα του χρέους. Στη περίπτωση της Ελλάδος πριν από το 2010 οι δαπάνες στοχεύονταν χωρίς ανάλυση για τις επιπτώσεις του δανεισμού στη βιωσιμότητα του χρέους. Στη περίπτωση της Ελλάδος μετά το 2010, οι δαπάνες πρέπει να υπολογίζονται εξ υπολοίπου με δεδομένη τη χρηματοδότηση από τη διεθνή κοινότητα», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Κατά τον ίδιο είναι «αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανέτοιμη να δεχτεί αυτή τη μαθηματική ταυτότητα, και ακόμη μετά 6 μήνες συμβουλών και παραινέσεων από τους εταίρους τον Ιούνιο του 2015 αποφάσισε να αθετήσει τις υποχρεώσεις της προς το ΔΝΤ, αντί να προχωρήσει σε μείωση των δαπανών».
Καταλήγοντας ο κ. Κατσάμπας υπογραμμίζει πως δεν χρησιμεύει σε τίποτα να εθελοτυφλεί κανείς στην ύπαρξη ανελαστικών χρηματοδοτικών περιορισμών και να προσποιείται ότι οι κρατικές δαπάνες μπορούν να επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από τη κρίση.
«Είναι προτιμότερο, και εντιμότερο, να γίνει κατανοητό στο ευρύ κοινό ότι θα υπάρξουν μόνιμες περικοπές στις κρατικές δαπάνες, αλλά ότι η κυβέρνηση τόσο μέσω της φορολογικής πολιτικής όσο και μέσω της πολιτικής δαπανών θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να επιτύχει μία κοινωνικά δίκαιη κατανομή του βάρους της (αναπόφευκτης) προσαρμογής», καταλήγει το σχετικό άρθρο.