Οι δύο βασικοί «παίκτες» της προεκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα απέδειξαν μετά το χθεσινό ντιμπέιτ ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους και να σχηματίσουν μια ευρεία συμμαχική κυβέρνηση.
Αυτό ήταν το πρώτο -και μόνο- «καθαρό» συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Reuters αμέσως μετά το πέρας της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης του Αλέξη Τσίπρα με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Ως αποτέλεσμα αυτού του συμπεράσματος, έρχεται, σύμφωνα με το πρακτορείο, η έντονη αμφιβολία για το πώς θα σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση μετά τις εκλογές – με δεδομένο ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν κλείσει τον δρόμο της αυτοδυναμίας και για τα δύο κόμματα.
Μπορεί αμφότεροι να δήλωσαν ότι θα τιμήσουν τις δεσμεύσεις που προέρχονται από τη συμφωνία με τους δανειστές, ωστόσο αρνήθηκαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, την πιθανότητα να συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο και να σχηματίσουν τον λεγόμενο «μεγάλο συνασπισμό». Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης εξήγησε πως θα επιδιώξει μια «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», αλλά την ίδια στιγμή δεν επιθυμεί να έχει άμεση συνεργασία με τον Αλέξη Τσίπρα και σίγουρα δεν μπορεί να τον δει ούτε καν ως υπουργό μιας επόμενης κυβέρνησης.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας όρθωσε ιδεολογικά τείχη ανάμεσα στα δύο κόμματα, κάνοντας αδύνατη την όποια συνεργασία τους. Και ενώ όλα τα γκάλοπ δείχνουν πως η αυτοδυναμία είναι ένα άπιαστο όνειρο, ο κ. Τσίπρας επιμένει ότι μπορεί να την επιτύχει. Κατά το Reuters, ο Τσίπρας προσπάθησε να προσεταιριστεί τους νέους ψηφοφόρους, ενώ ο Μεϊμαράκης τους «διαμαρτυρόμενους», εκείνους δηλαδή που στις εκλογές του Ιανουαρίου είχαν στηρίξει και τελικά αναδείξει νικητή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Reuters, έπειτα από την τηλεμαχία των δύο πολιτικών αρχηγών, είναι ότι και οι δυο τους είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν πιστά τα προτάγματα του Μνημονίου και να το εφαρμόσουν μέχρι κεραίας, αφήνοντας όμως ένα παράθυρο ότι θα προσπαθήσουν να λειάνουν τις αιχμηρές γωνίες του. «Έχοντας τρέξει μεγάλες αρνητικές προεκλογικές εκστρατείες, και οι δύο άνδρες δεν έχουν δώσει την ευκαιρία να αλλαξοπιστήσουν και αυτό φαίνεται από τις χαμηλές δημοφιλίες που αντιμετωπίζουν και οι δύο, οι οποίες βρίσκονται ή αγγίζουν μόλις το 45%».
Κατά τον Κώστα Παναγόπουλο της Alco, το αποτέλεσμα του ντιμπέιτ ήταν αμφίβολο: «Δεν νομίζω ότι γίναμε σοφότεροι, καθώς ελάχιστες ερωτήσεις αφορούσαν το μέλλον. Τελικά, δεν νομίζω ότι αυτό το ντιμπέιτ θα είναι ουσιαστικό ως προς τον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος».