Η λέξη «λιτότητα» έχει εισχωρήσει στον δημόσιο διάλογο ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που χτύπησε τις οικονομίες των πλούσιων χωρών από το 2010 και εντεύθεν.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να εμφανίσουν μια συνετή εικόνα προς τα έξω, είτε για να κερδίσουν ψήφους (βλ. Βρετανία), είτε για να πείσουν τους δανειστές τους ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε άλλες περικοπές (βλ. Ελλάδα). Ωστόσο, αυτό που χρειάζεται διερεύνηση είναι το πόσο η ρητορική εγκολπώνεται την πραγματικότητα – και το αντίστροφο.
Σε αυτό βοηθάει άρθρο του Economist, που «μετράει» το βάθος της λιτότητας που επιβλήθηκε σε όλες τις χώρες από το 2010 και μετά. Μια πρώτη εκδοχή της μέτρησης είναι να δει κανείς πώς οι κυβερνήσεις κατάφεραν (αν το κατάφεραν) να μειώσουν τον δανεισμό τους (η διαφορά ανάμεσα τους φόρους και τις δαπάνες). Μόνο που ο δανεισμός μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες. Έτσι που η αυταπάρνηση ενός εκάστου να μη φτάνει.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης, οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων εμφανίστηκαν με τη μορφή μπαλονιού που ολοένα και φούσκωνε. Υπό αυτή την έννοια, δεν έγιναν κατανοητές οι προσπάθειες για περιστολή των άλλων δαπανών (μισθοί, συντάξεις και δημόσιες υπηρεσίες). Με την ίδια λογική, η οικονομική ανάκαμψη ωθεί τους ανθρώπους ξανά στην αγορά εργασίας, γκρεμίζει τις δαπάνες, ενισχύει τα φορολογικά έσοδα, αλλά δεν μειώνει τον πόνο της λιτότητας.
Μια πιο συνετή προσέγγιση θα αφορούσε στον εντοπισμό των κυκλικά προσαρμοσμένων ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Σύμφωνα με τους σχετικούς δείκτες του ΟΟΣΑ, σε όρους λιτότητας, πιο αυστηρές αποδεικνύονται οι κυβερνήσεις των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και συγκεκριμένα η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Πρόκειται άλλωστε για τις χώρες που βρέθηκαν στο κέντρο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Κανείς δεν μπορεί να επιρρίψει ευθύνες, ειδικά στην Ελλάδα, ότι δεν προχώρησε σε δραστικές περικοπές, την ώρα που -αντιθέτως- ο μεγαλύτερος δανειστής της, η Γερμανία, τα τελευταία χρόνια δεν έχει σχεδόν περικόψει τίποτα.
Την ίδια στιγμή, παρόμοιες έρευνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επιβεβαιώνουν πως Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία επέβαλαν πολύ περισσότερη λιτότητα από τα επίπεδα εκείνα που θεωρούνται, κατά γενική ομολογία, φυσιολογικά. Μπορεί ο καθένας να επιρρίψει ευθύνες στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας πως δεν εφαρμόζουν μεταρρυθμίσεις, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να τις κατηγορήσει πως έκαναν λίγα στο μέτωπο των περικοπών.