Εφτασε κοντά στο θάνατο πολλές φορές. Στα χέρια των απαγωγέων που τον άρπαξαν δύο φορές. Οταν ναυάγησε το σκάφος που τον έφερνε στην Ευρώπη. Κοιτάζοντας πίσω, ξέρει ότι δεν άξιζε το ρίσκο.
Με ολόκληρο τον κόσμο να συγκλονίζεται από το κύμα των μεταναστών που καταφτάνει στις ευρωπαϊκές ακτές, ο Νατάναελ Χαϊλέ αν μπορούσε θα απέτρεπε όσους αναζητούν στη «γηραιά ήπειρο» τον παράδεισο. Αλλά δεν τον ακούν, όπως λέει.
Εχει κάνει και ο ίδιος αυτό το ταξίδι. Ξεκίνησε από την Ερυθραία και σήμερα ζει στη Σουηδία. Αλλά ακόμη προσπαθεί να ξεπεράσει τον εφιάλτη που έζησε. Τον απήγαγαν δύο φορές, συμμορίες της ερήμου, που απέσπασαν πάνω από 20.000 δολάρια από την οικογένειά του. Από τύχη γλίτωσε όταν το σκάφος των λαθρεμπόρων που τον μετέφερε στην Λαμπεντούζα, βυθίστηκε στις 3 Οκτωβρίου του 2013. Τα κατάφερε κολυμπώντας στα νερά που είχαν γεμίσει από τα πτώματα των περισσοτέρων από 350 που μετέφερε το καΐκι.
«Οταν σκέφτομαι το τίμημα που πλήρωσα εγώ και η οικογένειά μου, καταλήγω ότι σίγουρα δεν άξιζε», λέει ο 28χρονος μιλώντας στους New York Times. «Πέρασα από την κόλαση», προσθέτει. Ο Χαϊλέ δεν αναζητούσε τον παράδεισο στην Ευρώπη, εξηγεί. «Αλλά δεν ήταν αυτό που περιμέναμε», συμπληρώνει.
Ο ίδιος και άλλοι μετανάστες που έφτασαν στην Λαμπεντούζα εκείνη την ημέρα, πριν από δύο χρόνια, δηλώνουν ότι αισθάνονται απομονωμένοι στις χώρες που κατέληξαν. Δυσκολεύονται με την γλώσσα, ανησυχούν για τις δουλειές, έχουν ελάχιστους φίλους έξω από τον κύκλο των μεταναστών.
Κάποιοι από τους επιζώντες έκαψαν τα ακροδάχτυλά τους, για να μην τους πάρουν αποτυπώματα και τους εισάγουν σε βάσεις δεδομένων, κάτι που θα τους εμπόδιζε να φτάσουν σε πλουσιότερες χώρες, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, που είναι συνήθως οι προτιμώμενοι προορισμοί.
Τώρα, που το ταξίδι τους τελείωσε, εκφράζουν απογοήτευση για τις χώρες στις οποίες ζουν, αν και κανείς τους δεν μπορεί να περιγράψει τι ήλπιζαν να βρουν στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, είναι γεμάτοι ευγνωμοσύνη, για τη βοήθεια που έχουν λάβει από τις χώρες που τους υποδέχθηκαν.
Ο Χαϊλέ συχνά δέχεται τηλεφωνήματα από φίλους και συγγενείς στην Ερυθραία, που θέλουν να τον ρωτήσουν αν πρέπει να επιχειρήσουν το επικίνδυνο ταξίδι που έκανε εκείνος για να φτάσει στην Ευρώπη. Οπως λέει, έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να τους συμβουλεύσει, παρότι μόλις 26 από τους 131 συμπατριώτες του με τους οποίους ξεκίνησε, κατάφεραν να επιζήσουν.
«Ξέρω τι πέρασα, αλλά δεν ακούνε», λέει. «Ούτε εγώ άκουγα, όταν οι άλλοι με προειδοποιούσαν για τους κινδύνους», παραδέχεται. Οι επίδοξοι μετανάστες δεν θέλουν να ακούσουν για το ρίσκο του ταξιδιού. Προτιμούν να τους πει για το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που έχει, τα επιδόματα που παίρνει από την κυβέρνηση και τα πλάνα του να βρει δουλειά ως οξυγονοκολλητής, μόλις ολοκληρώσει τα διετή μαθήματα για τη γλώσσα. «Δεν έχει νόημα να τους πω να μην έρθουν», εξομολογείται.
Από την Ερυθραία το έσκασε για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αφού πρώτα είχε περάσει τέσσερα χρόνια στο στρατό. Το ταξίδι του ξεκίνησε το 2008. Αρχικά ήθελε να καταλήξει στη Νορβηγία, όπου υπάρχουν περισσότερα προνόμια για τους πρόσφυγες. Κατέληξε στη Σουηδία, πέντε χρόνια από τη στιγμή που εγκατέλειψε την πατρίδα του. Μεσολάβησαν ένα μεγάλο διάστημα στο Σουδάν, όπου οδηγούσε ταξί και μήνες αιχμαλωσίας από δύο διαφορετικές συμμορίες απαγωγέων.
Τελικά, για να επιβιβαστεί στην πτήση από το Μιλάνο που θα τον πήγαινε στη Στοκχόλμη, έπρεπε να πληρώσει 1.200 ευρώ σε έναν λαθρέμπορο στην Ιταλία, για να του χορηγήσει πλαστό ιταλικό διαβατήριο.
Η Σουηδία μετά βίας μοιάζει με παράδεισο, λέει. Οι άνθρωποι εκεί, παρότι σπάνια είναι εχθρικοί, συνήθως είναι ψυχροί και απόμακροι. «Μιλούν μόνο όταν είναι μεθυσμένοι». Και του λείπει ο γιος του, τον οποίο δεν έχει γνωρίσει. Γεννήθηκε στην Ερυθραία αφότου έφυγε εκείνος.