Με άρθρο του ο τέως υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, δίνει απαντήσεις σε όλους όσοι τον κατέκριναν για τη στάση του στις διαπραγματεύσεις αλλά και το κόστος των συμβούλων του.
Με τίτλο «Πόσο κόστισα;», ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύται στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και ο κ. Βαρουφάκης επισημαίνει πως όχι μόνο δεν επιβάρυνε την ελληνική οικονομία, αντίθετα η ανάκαμψη έμεινε στα ίδια επίπεδα.
Τα βασικά σημεία του άρθρου του κ. Βαρουφάκη:
Μετά τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησής μας, αμέσως μετά το δημοψήφισμα, το «αφήγημα των νικητών» έχει ως εξής: Στα τέλη του 2014 η ελληνική οικονομία ανέκαμπτε. Αν ο λαός δεν «έσφαλλε» εκλέγοντάς μας, η ανάκαμψη θα συνεχιζόταν και το Μνημόνιο σύντομα θα αποτελούσε παρελθόν.
Ομως η διαπραγματευτική στάση που κράτησε η κυβέρνηση Τσίπρα απέναντι στους δανειστές, με πρωταγωνιστή τον υπογράφοντα, βούλιαξε την οικονομία ξανά στην ύφεση και εξανέμισε το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα που με τόσο κόπο είχε δημιουργήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
«Ευτυχώς», την ύστατη στιγμή ο πρωθυπουργός έκανε πίσω, αντικατέστησε τον υπουργό Οικονομικών που κόστισε στη χώρα από 20 μέχρι και 90 δισ., και έσωσε την παρτίδα, ίσως και την πατρίδα.
Δεν είμαι όμως «καλός πολιτικός», καθώς επιμένω να λέω την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν ανέκαμψε επί υπουργίας μου. Οπως βεβαίως δεν υπήρξε καμία ανάκαμψη το 2014 επί ημερών των κ. Σαμαρά - Χαρδούβελη.
Στόχος μας ήταν μια συμφωνία που να είναι βιώσιμη και να μην ξαναφέρει τη χώρα στα πρόθυρα νέας χρεοκοπίας μερικούς μήνες ή μερικά χρόνια μετά. «Δεν θα συνηγορήσουμε» είπα στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή, «σε άλλο ένα μεσοπρόθεσμο αδιέξοδο μόνο και μόνο για να πάρουμε 7,1 δισ. τώρα και να τα δώσουμε στο ΔΝΤ».
Τα 10,9 δισ. του ΤΧΣ δεν τα «έχασα» γιατί ήταν ένα ποσό σε ομόλογα που ποτέ δεν ήλεγχε το ελληνικό κράτος έτσι κι αλλιώς και τα οποία η τρόικα θα αποφάσιζε πώς θα τα διαθέσει στις τράπεζες, είτε έμεναν στο ΤΧΣ είτε τα μετέφεραν στην ευρωπαϊκή μητρική του, το ΕΤΧΣ, και μετά ξανά στο ΤΧΣ (όπως θα κάνουν τώρα).
Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι το 2012 υποτίμησαν το πρόβλημα με τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία συρρικνώνουν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Ετσι, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να φορτώσουν και αυτήν την εγκληματική αστοχία τους στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ: τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν τα επικαλούνται τώρα, ψευδώς, ως τον λόγο για τον οποίο οι τράπεζες χρειάζονται όχι 10 αλλά 25 δισ.
Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο άρθρο παρέμβαση είναι η απάντηση του πρώην υπουργού Οικονομικών για το πόσο κόστισε ο ίδιος και οι ξένοι συμβουλοί του.
«Οταν ανέλαβα το υπουργείο, μου είπαν πως έχω στη διάθεσή μου δύο τεθωρακισμένες BMW. Εδωσα εντολή να μη χρησιμοποιηθούν ούτε μία φορά και να ενεργοποιηθεί η διαδικασία πώλησής τους. Κυκλοφορούσα με τη μηχανή μου, ως γνωστόν, εκτός των διαδρομών προς και από το αεροδρόμιο όπου μετέβαινα με υπηρεσιακό Hyundai δεκαετίας. Κι όταν πετούσα, κάτι που έκανα συνέχεια λόγω διαπραγμάτευσης, ταξίδευα οικονομική θέση, την ώρα που στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου συναθροίζονταν ευρωβουλευτές, βουλευτές της αντιπολίτευσης κ.ά.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τους συμβούλους μου. Αξίζει μια ματιά στο πόσο κόστισαν στον ελληνικό λαό: ακριβώς μηδέν! Κανείς σύμβουλός μου δεν έλαβε ούτε ένα ευρώ. Ούτε ένα! Ποιοι ήταν; Ανάμεσα σε πολλούς, πρώτος ήταν ο φίλος και συνάδελφος James Galbraith, o οποίος εργαζόταν νυχθημερόν στο υπουργείο αλλά και ανά την υφήλιο για εμάς. Ο Jeff Sachs, που μοιράστηκε την τεράστια εμπειρία του στις διαπραγματεύσεις χρεωμένων χωρών με το ΔΝΤ. Ο Larry Summers, π. υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.
Ο λόρδος Lamont, π. υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας. Ο κ. Glenn Kim, ειδικός σε ζητήματα αναδιάρθρωσης χρέους, τον οποίο συνέχισε να χρησιμοποιεί η κυβέρνηση μετά την παραίτησή μου. Και τέλος η επενδυτική τράπεζα Lazard, την οποία προηγούμενες κυβερνήσεις πλήρωσαν πολλά εκατομμύρια ευρώ για τις συμβουλές της – συμβουλές που επί υπουργίας μας διέθετε απολύτως δωρεάν και με σημαντικό δικό τους κόστος.
Τέλος, μου ασκήθηκε κριτική για το υψηλό κόστος μετάβασης της διαπραγματευτικής μας ομάδας στις Βρυξέλλες και διαμονής τους εκεί. Απαντώ πως νιώθω περήφανος γι’ αυτό το «κόστος»! Ηταν το αντίτιμο της αξιοπρέπειας καθώς καταργήσαμε τις εισβολές των τροϊκανών στα υπουργεία και θέσαμε, μαζί με τον Πιερ Μοσκοβισί, τις βάσεις για νέα μορφή διαπραγμάτευσης όπου «υπουργοί μιλούν με υπουργούς και τεχνοκράτες με τεχνοκράτες – στις Βρυξέλλες».
Επιπλέον, το «καθαρό» αντίτιμο ήταν πολύ μικρό αν λάβει κανείς υπόψη κάτι που λίγοι γνωρίζουν: όταν οι τροϊκανοί έρχονταν/νται στην Αθήνα, ποιος νομίζετε ότι πληρώνει τη «λυπητερή» (ξενοδοχεία, αεροπορικά, δείπνα); Ο Ελλην φορολογούμενος!».