Οι δουλειές του σπιτιού και ένα μωρό που κλαίει είναι αρκετά για να δοκιμάσουν την υπομονή κάθε μητέρας, πόσο μάλλον όταν είναι έφηβη και η ζωή αυτή δεν ήταν επιλογή της.
Σε μία χώρα όπου τα ποσοστά βιασμών αυξάνονται κατακόρυφα και τα περισσότερα θύματα αρνούνται να καταγγείλουν το περιστατικό, 2 έφηβες μητέρες σπάνε τη σιωπή τους και μιλάνε για την τραγωδία που τους άλλαξε τη ζωή.
Η 15χρονη Ρατζάνα Κουμάρι είναι ανύπαντρη μητέρα με ένα μωρό 11 μηνών. Παρόλο που ήταν μία πανέξυπνη και πολλά υποσχόμενη μαθήτρια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψουν το σχολείο για να αφοσιωθεί στο παιδί του βιαστή της.
Παρόμοια περίπτωση και εκείνη της 16χρονης Ρακσάρ Κχατούν, η οποία αποκάλυψε πώς η ζωή και τα όνειρά της γκρεμίστηκαν όταν έγινε μητέρα.
Η Ραντζάνα είναι η μοναχοκόρη ενός ξυλουργού που ζει στη φτωχή πολιτεία Μπιχάρ της Ινδίας και δέχθηκε επίθεση από έναν 25χρονο τον Νοέμβριο του 2013, καθώς γύριζε από το σχολείο στο σπίτι της μετά τη γιορτή για τη θεά Λάκσμι.
«Ημουν στο σχολείο. Στις 3μμ ξεκίνησα να περπατάω προς το σπίτι μόνη μου και ένιωσα κάποιον να έρχεται πίσω μου. Φορούσα τη σχολική στολή μου, μια kameez salwar και εκείνος με άρπαξε και έβαλε ένα μαντήλι στο στόμα μου, για να μη μπορώ να φωνάξω. Ημουν μουδιασμένη έτρεμα και έκλαιγα. Συνέχιζα να παλεύω αλλά το βάρος του πάνω μου ήταν ασήκωτο. Ο βιασμός κράτησε 30 λεπτά και στη συνέχεια απείλησε ότι θα με σκοτώσει αν το πω πουθενά» θυμάται.
Οπως αποδείχθηκε, ο δράστης είχε ακολουθήσει τη Ραντζάνα προς και από το σχολείο, ενώ αρκετούς μήνες πριν, είχε χτυπήσει την πόρτα της για έναν έρανο για το τοπικό φεστιβάλ μουσικής και εκείνη του είχε δώσει 100 ρουπιές (1 ευρώ).
«Αφού του έδωσα τα χρήματα άρχισε να με ρωτάει το όνομά μου και που σπούδαζα. Ηταν μεγαλύτερος και ήμουν λίγο φοβισμένη, αλλά απάντησα στις ερωτήσεις του και έφυγε» περιγράφει η Ραντζάνα.
Πέντε ημέρες αργότερα τον είδε έξω από το σχολείο της. «Νόμιζα ότι ήταν σύμπτωση, αλλά μου χαμογέλασε και άρχισε να μου τραγουδάει και να μου φωνάζει ότι με αγαπάει. Δεν ένιωθα άνετα να μιλήσω για αυτό σε κανέναν, γιατί στην επαρχία κατηγορούν πάντα τα κορίτσια ότι τραβάνε την προσοχή» εξηγεί.
Σε ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, μία άλλη έφηβη μοιράζεται μία παρόμοια ιστορία. Η 16χρονη Ρακσάρ Κχατούν φροντίζει τον 3 μηνών γιο της που συνέλαβε από βιασμό.
«Συνέβη κατά τη διάρκεια του σχολείου, από έναν άνθρωπο που όλοι οι μαθητές αποκαλούσαμε “θείο”. Με φώναξε σε μία σχολική αίθουσα και πήγα. Δε φοβόμουν, αφού τον γνώριζα. Αρχισε να με ρωτάει για την οικογένεια μου και στη συνέχεια με ρώτησε πως τον βλέπω. Μπερδεύτηκα. Μου είπε ότι του αρέσω και άρχισε να με πιάνει. Οταν πήγα να φύγω με άρπαξε, ούρλιαξα, αλλά μου κράτησε το στόμα και με βίασε»
Η Ρακσάρ έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι. «Μόλις και μετά βίας μπορούσα να περπατήσω. Ετρεμα και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα πέσει θύμα βιασμού. Οταν πήγα στο σπίτι δεν το είπα στους γονείς μου γιατί φοβόμουν ότι θα με κόψουν από το σχολείο. Δεν ήθελα να τελειώσω τις σπουδές μου»
Δεκάδες έφηβα θύματα σε διάφορα χωριά της Ινδικής υπαίθρου αγωνίζονται να μεγαλώσουν τα παιδιά που απέκτησαν μετά από βιασμό.
Αλλά ακόμη πιο τραγικό είναι ότι τα όνειρα των εφήβων θυμάτων να τελειώσουν τις σπουδές τους, να βρουν δουλειά και να παντρευτούν στο μέλλον, όλα ανατρέπονται επειδή πρέπει να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους και να ζήσουν με το στίγμα της άγαμης μητέρας - κάτι που θεωρείται ντροπή στην παραδοσιακή ινδική κοινωνία.
Από την άλλη, οι άνδρες που κατηγορούνται για βιασμό είναι συχνά καλά δικτυωμένοι και μπορούν να ξεφύγουν από το νόμο υποχρεώνοντας τις οικογένειες των θυμάτων να δεχθούν χρήματα για να εγκαταλείψουν την υπόθεση.
Στην πραγματικότητα, έχουν υπάρξει αρκετές αναφορές πρόσφατα από «panchayats», τοπικούς ηγέτες του συμβουλίου αυτοδιοίκησης, που ανάγκαζαν τα θύματα βιασμών να δεχτούν χρήματα και να μην αναφέρουν το γεγονός στην αστυνομία.
Τόσο η Ραντζάνα, όσο και η Ρακσάρ, οι οποίες είχαν όνειρα να γίνουν δασκάλες, προσπαθούν να ξεχάσουν το γεγονός και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Αρχικά ήταν πάρα πολύ τρομοκρατημένες και δεν ήθελαν να το πουν στους γονείς τους για να μην τις κόψουν από το σχολείο. Αλλά η ζωή τους σύντομα ανατράπηκε όταν έμαθαν ότι είχαν συλλάβει ένα «ανεπιθύμητο» παιδί.
Η Ραντζάνα θυμάται: «Εμαθα ότι ήμουν έγκυος στους τέσσερις μήνες. Είχα χάσει περιόδους, αλλά δεν είχα ιδέα ότι ήταν επειδή είχα συλλάβει ένα παιδί. Το στομάχι μου ήταν πρησμένο και ένιωθα κουρασμένη και ζαλισμένη. Μια μέρα είπα στη φίλη μου ότι σταμάτησε η περίοδος μου και εκείνη μου είπε ότι μπορεί να είμαι έγκυος. Φοβόμουν να το πω στους γονείς μου, γιατί θα τους κατέστρεφα. Ξέρω τι σημαίνει για έναν άγαμο κορίτσι να είναι έγκυος στο χωριό μας. Αλλά ήμουν παγιδευμένη. Επρεπε να τους το πω»
Η μητέρα της Ραντζάνα έκλαιγε και φώναζε. Η ζωή που ήξεραν είχε τελειώσει. Ωστόσο η έφηβη πήρε μία γενναία απόφαση: «Αρνήθηκα να κάνω έκτρωση. Πρώτον, δεν είναι σφάλμα του μωρού και δεύτερον, ήξερα ότι αν το μωρό γεννιόταν, θα μπορούσα να αποδείξω το βιασμό και οι πιθανότητες να συλληφθεί ή να με παντρευτεί θα ήταν πολύ μεγαλύτερες»
Για πολλά θύματα βιασμού στο Μπιχάρ - και πολλές άλλες αγροτικές περιοχές της Ινδίας - είναι πολύ πιο «αξιότιμο» για ένα θύμα βιασμού να παντρευτεί τον θύτη. Ετσι η οικογένεια του θύματος συχνά καταλήγει να παρακαλάει τον βιαστή να παντρευτεί την κόρη τους αλλιώς δεν θα την πάρει κανείς.
Ο 41χρονος Μοχάμεντ Φαροκί Αλάμ που εργάζεται ως κοινωνικός λειτουργός στο Κατιχάρ, εξηγεί ότι η καθυστέρηση σε πολλές συλλήψεις σε περιπτώσεις βιασμού στο Μπιχάρ είναι επειδή οι γονείς ελπίζουν ότι οι βιαστές θα παντρευτούν τελικά την κόρη τους.
Πράγματι οι γονείς της Ραντζάνα παρακαλούσαν τον βιαστή της να την παντρευτεί και να μην την αφήσει «ανύπαντρη μητέρα»
«Οταν οι γονείς μου έμαθαν για το βιασμό πήγαν κατ 'ευθείαν στο σπίτι του και ο πατέρας μου τον παρακάλεσε να δεχτεί το παιδί και να με παντρευτεί, αλλά εκείνος είπε ότι έλεγα ψέματα και απείλησε να με σκοτώσει. Ήξερα τότε ότι η ζωή μου είχε τελειώσει. Οσα όνειρα είχα να τελειώσω το σχολείο, να βρω δουλειά και να παντρευτώ έναν καλό άνθρωπο, ξεκινώντας μια οικογένεια με τον κατάλληλο τρόπο είχαν χαθεί για πάντα» εξηγεί η Ραντζάνα.
Τελικά γέννησε το παιδί της σε ένα κυβερνητικό νοσοκομείο στο Κατιχάρ, τον Αύγουστο του περασμένου έτους. Περνάει τώρα όλη μέρα σπίτι της κρυμμένη από την κοινότητα και την ντροπή της απόκτησης ενός παιδιού μετά από βιασμό.
«Κοιτάζω το παιδί μου τώρα και κλαίω κάθε μέρα. Οι ζωές μας καταστράφηκαν. Κανένας άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να με αγαπήσει ή να νοιαστεί για μένα τώρα. Τι θα του πω όταν μεγαλώσει; Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά πρέπει να συνεχίσω, με κάποιο τρόπο πρέπει να εξακολουθήσω να ζω»