Το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα, που έχει γοητεύσει τον κόσμο, δεν είναι το μοναδικό, αφού ένας ακόμη πίνακας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι με παρόμοια έκφραση, βοήθησε τους ερευνητές να λύσουν το μυστήριο.
Η μελέτη αποκαλύπτει πώς το έργο του Ντα Βίντσι «La Bella Principessa» ζωγραφισμένο πριν καν ολοκληρωθεί η Μόνα Λίζα στα τέλη του 15ου αιώνα, χρησιμοποιεί ένα έξυπνο τέχνασμα για να δελεάσει στο θεατή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι με την επιδέξια ανάμειξη χρωμάτων ο καλλιτέχνης «παίζει» με την περιφερειακή όραση μας και έτσι το σχήμα του στόματος του ατόμου φαίνεται να αλλάζει ανάλογα με την οπτική γωνία.
Οπως στη Μόνα Λίζα, έτσι και στο La Bella Principessa, όταν κοιτάτε το στόμα κατευθείαν, η κλίση του είναι σαφώς προς τα κάτω, σύμφωνα με μια έρευνα των Πανεπιστημίων Σέφιλντ και Σάντερλαντ. Αλλά καθώς το μάτι κινείται κάπου αλλού για να εξετάσει και άλλα χαρακτηριστικά του πίνακα, τότε το στόμα φαίνεται να παίρνει μια στροφή προς τα πάνω, δημιουργώντας ένα χαμόγελο που μπορεί να δει κανείς μόνο έμμεσα.
Η τεχνική αυτή ονομάζεται sfumato, και είναι εμφανής και στους δυο αυτούς πίνακες.
Και ενώ άλλοι καλλιτέχνες έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν την ίδια τεχνική, κανένας δεν το έχει καταφέρει τόσο επιδέξια όσο ο Ντα Βίντσι, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
«Καθώς το χαμόγελο εξαφανίζεται μόλις ο θεατής προσπαθεί να το δει, έχουμε ονομάσει αυτή την οπτική ψευδαίσθηση 'άπιαστο χαμόγελο'» εξηγούν οι ερευνητές Aλεσάντρο Σοράντζο και Μισέλ Νιούμπεριαπό το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Vision Research.
Προκειμένου να κατανοήσουν πώς λειτουργούν οι οφθαλμαπάτες του Ντα Βίντσι, οι ερευνητές έβαλαν ανθρώπους να δουν τα πορτραίτα από απόσταση ή σε θολές εκδοχές τους. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα, συμφώνησαν ότι η Μόνα Λίζα και η «La Bella Principessa» εμφανίζονται πιο χαμογελαστές από απόσταση.
Οι ερευνητές στη συνέχεια παρουσίασαν στους εθελοντές εκδόσεις των έργων ζωγραφικής που είχαν μαύρα τετράγωνα πάνω στα μάτια, το στόμα, ή και τα δύο. Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να καθορίσουν ότι η μεταβαλλόμενη έκφραση προκαλείται μόνο από το στόμα.
Ετσι, όπως εξηγεί ο Σοράντζο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «Δεδομένου ότι ο Ντα Βίντσι γνώριζε αυτή την τεχνοτροπία και την χρησιμοποίησε επιτυχώς και στη Μόνα Λίζα, είναι πολύ πιθανό η ασάφεια της έκφρασης να ήταν εσκεμμένη.»
Το La Bella Principessa θεωρείται ότι απεικονίζει την 13χρονη Μπιάνκα Σφόρτσα, κόρη του Λουντοβίκο Σφόρτσα, δούκα του Μιλάνου, που ήταν να παντρευτεί έναν διοικητή της φρουράς του. Δυστυχώς η κοπέλα πέθανε, λίγους μήνες μετά το γάμο, από πιθανή έκτοπη κύηση.
Από την άλλη, η Μόνα Λίζα, απεικονίζει την αρχόντισσα της Φλωρεντίας, Λίζα Γκεραρντίνι και το έργο αυτό θεωρείται πρότυπο για τη ζωγραφική του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Η Γκεραρντίνι εικάζεται ότι πόζαρε για τον καλλιτέχνη μεταξύ 1503 και 1506, ωστόσο ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή της. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία και παντρεύτηκε στην εφηβεία της τον Φρανσέσκο ντε Τζοκόντο, (εξ' ου και το πρωσονύμιο της Τζοκόντα) έναν έμπορο πανιού και μεταξιού, που αργότερα έγινε τοπικός αξιωματούχος, ενώ μαζί έκαναν και 5 παιδιά. Ο Τζοκόντο πιστεύεται ότι ανέθεσε το πορτρέτο στον Ντα Βίντσι είτε για να γιορτάσει την εγκυμοσύνη της συζύγου του ή την αγορά ενός σπιτιού γύρω στα 1502 – 1503. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Τζοκόντα έγινε μοναχή, πέθανε το 1542 σε ηλικία 63 ετών και θάφτηκε κοντά στον βωμό της μονής Sant'Orsola.
Ωστόσο η όμορφη πριγκίπισσα και η Τζοκόντα δεν ήταν τα πρώτα αινιγματικά χαμόγελα του Ντα Βίντσι, αφού, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο καλλιτέχνης έκανε την πρώτη απόπειρα αυτής της τεχνοτροπίας, ακόμα νωρίτερα στο έργο του «Η Παναγία των Βράχων» (1483) αλλά όχι με την ίδια επιτυχία.