«Ακριβαίνει» συνεχώς η δικαιοσύνη στα χρονιά των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης με το Συμβούλιο της Επικρατείας να κρίνει τις αυξήσεις συνταγματικές.
Συγκεκριμένα το Β τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε νόμιμη την αύξηση από 10 σε 100 ευρώ του παραβόλου που πρέπει να πληρώσουν οι πολίτες όταν καταθέτουν μηνύσεις, καθώς και η αύξηση από 10 σε 50 ευρώ του τέλους της πολιτικής αγωγής.
Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή10 περιφερειακών Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας κρίνοντας ότι τα επίδικα παράβολα δεν αποτελούν φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθορίζει τον ορισμό του φόρου, καθώς «έχουν το χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας».
Μάλιστα, κατά το ΣτΕ (και κατά την σχετική εισηγητική έκθεση) το παράβολο της μηνύσεως στοχεύει «στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων», ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παραβόλου καταλήγει στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ) για τους σκοπούς του εν λόγω Ταμείου (κατασκευή και συντήρηση δικαστικών κτιρίων, κ.λ.π.).
Ακόμη, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι ναι μεν η αύξηση των παραβόλων, κ.λπ. είναι σημαντικά μεγάλη, αλλά «όχι όμως τέτοιου ύψους, ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς, και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς στις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, εν όψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική».
Κατά συνέπεια η επίμαχη αύξηση «εμπίπτει στο συνταγματικό προστατευμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας», αλλά «και εν πάση περιπτώσει δεν υπερβαίνει το όριο που πρέπει να τηρείται εν όψει της επιβαλλόμενης αναλογίας μεταξύ του εν λόγω δικαιώματος (σ.σ.: δικαστικής προστασίας) και του επιδιωκόμενου, θεμιτά, από το νομοθέτη σκοπού να θέσει φραγμό σε όσους με άσκοπες και επιπόλαιες καταγγελίες ή μηνύσεις για ασήμαντες αφορμές, απασχολούν υπέρμετρα την Ποινική Δικαιοσύνη σε βάρος των σοβαρών υποθέσεων, με τις οποίες αυτή δεν μπορεί, λόγω της συσσώρευσης των μηνύσεων, να ασχοληθεί κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό».
Τέλος το ΣτΕ έκρινε ότι δεν παραβιάζονται το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, ούτε όμως και η αρχή της ισότητας.