Μία αύξηση των κατώτατων μισθών θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας και δε θα συνέβαλε στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η νέα μελέτη που δημοσιεύει το Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος και η οποία εκπονήθηκε από τον κ. Κώστα Ν. Κανελλόπουλο, με στόχο να εντοπισθούν οι επιδράσεις των ελάχιστων μισθών στους μισθούς και στην απασχόληση.
Σύμφωνα με αυτή, στην σημερινή συγκυρία με την ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, για την πολιτική απασχόλησης ως πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να ιεραρχείται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης με τον σημερινό ελάχιστο μισθό, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και των προσλήψεων, παρά η άμεση βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων μέσω της δραστικής αύξησης του ελάχιστου μισθού, αφού διαφαίνεται ότι η εργασία των τελευταίων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα γινόταν επισφαλέστερη.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι οι ελάχιστες αμοιβές αφορούν αξιόλογο ποσοστό εργαζομένων, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους και στις μικρές επιχειρήσεις (απασχόληση κάτω από 10 άτομα), ενώ εκτιμάται ότι επηρεάζουν σημαντικά και τους μέσους μισθούς τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Συνεπώς, για να είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά αποτελεσματικές οι όποιες αυξήσεις των ελάχιστων αμοιβών, θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα και στις μέσες αμοιβές εργασίας.
Επιπλέον, εκτιμάται ότι οι αυξήσεις των ελάχιστων μισθών μειώνουν την απασχόληση για αμφότερα τα φύλα. Συγκεκριμένα, η εκτιμώμενη ελαστικότητα απασχόλησης ως προς τον ελάχιστο σχετικό μισθό υπολογίζεται σε περίπου -0,17.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει η Καθημερινή σε δημοσίευμά της, ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός μειώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου 2012 κατά 22% και από 751,4 ευρώ κατήλθε στα 581,1 ευρώ, όπου και παραμένει. Αυτή η δραστική μείωση έγινε αφού η ανεργία από 10,5%, το τέταρτο τρίμηνο του 2009, εκτινάχθηκε στο 20,9%, το τέταρτο τρίμηνο του 2011, ενώ η απασχόληση την ίδια διετία μειώθηκε κατά σχεδόν 14%.
Επιπλέον, από το 2010 όταν η χώρα μπήκε στο πρώτο μνημόνιο, οι μέσες αποδοχές στο Δημόσιο μειώθηκαν κατά 7,7% και στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα κατά 2,9%. Οι αντίστοιχες μειώσεις το 2011 περιορίστηκαν στο 0,5% στο Δημόσιο και σε 1,7% στον ιδιωτικό τομέα, και μόνο αργότερα, το 2012 και 2013, μετά την τότε μείωση των ελάχιστων μισθών και τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ακολούθησε μεγαλύτερη πτώση των μέσων μισθών κατά 6,5% κατ’ έτος.