Πολύ μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία προβλέπουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, επισημαίνοντας ότι η τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται εν μέσω αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος θα αφήσει βαθιά τα σημάδια της.
Γι' αυτό, άλλωστε, οι αναλυτές της Τράπεζας σημειώνουν ότι το βάρος θα πρέπει να πέσει εφεξής σε δράσεις όπως η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και οι περικοπές των δημόσιων δαπανών, έτσι ώστε και μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή να έχουν τα μέτρα αλλά και να μη χαθεί το τρένο της ανάπτυξης.
Η μελέτη ξεκινά με τη διαπίστωση ότι οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο τμήμα της δημοσιονομικής προσαρμογής για το έτος πρέπει να επιτευχθεί σε ένα μόνο πεντάμηνο με τη χρήση επιπρόσθετων μέτρων άμεσης απόδοσης - και άμεσου συσταλτικού αποτελέσματος για την οικονομική δραστηριότητα.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Για το σύνολο του 2011 η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι της τάξης του -5.9%, ενώ κατά το επόμενο έτος στο -2.7%, έναντι εκτιμήσεων του υπουργείου Οικονομικών για 5,5% και 2,5% αντιστοίχως.
Λίαν επίκαιρη είναι και η διαπίστωση ότι η προσαρμογή της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι πολύ πιο απότομη από ότι αρχικά αναμενόταν. Το ποσοστό ανεργίας (μέσος όρος τριμήνου) αναμένεται να κορυφωθεί λίγο πάνω από το 20% στα τέλη του 2012 ή στις αρχές του 2013 εφόσον δεν επιταχυνθεί η ανάκτηση της εμπιστοσύνης, μεταξύ άλλων, μέσω της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων καθώς και των διαρθρωτικών αλλαγών, που θα επιτάχυναν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τη Τράπεζα, η σωρευτική μείωση του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο στην οικονομία από το 2009 οπότε κορυφώθηκε το μισθολογικό κόστος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 9,5-10% μέχρι το τέλος του 2011 ποσοστό που αντιστοιχεί στο 40% περίπου της σωρευτικής διαφοράς μεταξύ μισθολογικών αυξήσεων Ελλάδας και Ευρωζώνης την τελευταία δεκαετία.
Η διόρθωση αυτή είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί η μείωση της αμοιβής εργασίας των αυτοαπασχολουμένων καθώς και οι σημαντικές μειώσεις μισθών και εργάσιμων ωρών που λαμβάνουν χώρα μέσω ατομικών συμβάσεων.
Συν τοις άλλοις, η συρρίκνωση της κατανάλωσης είναι απόρροια της σωρευτικής μείωσης του (αποπληθωρισμένου) συνολικού διαθεσίμου εισοδήματος του ιδιωτικού τομέα (η οποία την τριετία 2009-2011 θα ανέλθει σωρευτικά στο -25% περίπου, και θα συνεχιστεί και το 2012 με τη μείωση να ανέρχεται στο 11% του ΑΕΠ).
Λίαν αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία για τη κτηματαγορά, που αποτελούσε μέχρι πρότινος μια από τις ατμομηχανές της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι το απόθεμα νεόδμητων κατοικιών (κατασκευής μετά το 2006) υπερβαίνει τις 85.000 κατοικίες, ενώ με την προσθήκη νέας προσφοράς λόγω δυσκολιών ενοικίασης ή φορολογικής πίεσης ο αριθμός υπερδιπλασιάζεται.
Οσον αφορά στο επίπεδο τιμών, καταγράφεται πτώση 12% από την κορύφωση των αποτιμήσεων το 2008 εως και το 2ο τρίμηνο του 2011. Η περαιτέρω εξασθένιση όμως της εγχώριας αγοραστικής δύναμης και η πιστωτική στενότητα αναμένεται να δημιουργήσουν νέα περιθώρια διόρθωσης των τιμών - ενδεχομένως περισσότερο από ότι θα δικαιολογούσαν τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς - κατά επιπλέον 8-10% πριν η αγορά σταθεροποιηθεί.