Οτι ομολόγησε κατόπιν πίεσης υποστηρίζει τώρα η Δήμητρα Βούγλαρη Λάμπρη, συζυγοκτόνος του Θανάση Λάμπρου, επιμένοντας ότι δεν σκότωσε αυτή τον άτυχο 42χρονο καπετάνιο και ότι έχει πέσει θύμα πλεκτάνης.
Ο δικηγόρος της γυναίκας Βασίλης Ρομποτής υποστηρίζει ότι είναι σαθρά και κατασκευασμένα τα στοιχεία που επικαλείται η αστυνομία και τονίζει πως από τη στιγμή που η κατηγορουμένη και πελάτισσά του, δεν υπέγραψε την κατάθεση – απολογία, ό,τι γράφτηκε δεν είναι αληθές.
Από της πλευρά τους, οι συγγενείς του αδικοχαμένου καπετάνιου είναι σίγουροι πως η 38χρονη ήταν εκείνη που έβαψε τα χέρια της με αίμα και ζητούν την παραδειγματική της τιμωρία.
Πηγή: anagnostis.org
Η απολογία της 48χρονης στους αστυνομικούς
«Ήμουν βέβαιη ότι είχε έρθει το τέλος μου και ενστικτωδώς αντέδρασα. Σηκώθηκα απότομα και με το χέρι μου άρπαξα το όπλο για να τον σταματήσω. Απευθείας το έστρεψα στο κεφάλι μου, βάζοντας το δάχτυλό μου στη σκανδάλη και του είπα: «αφού δεν τα έκανες εσύ, θα το κάνω εγώ για να ησυχάσω».
Βρέθηκα σε πλήρη σύγχυση και δεν έκανα μπλόφα. Το εννοούσα. Με το όπλο στο αυτί μου έκανα 3 βήματα πίσω για να μην με ζυγώσει και μου πάρει το όπλο. Αυτός όρμησε και με τα δυο του χέρια με άρπαξε από τα χέρια και βιαίως με τράβηξε προς το μέρος του κολλώντας με πάνω στο σώμα του. Με το δεξί χέρι του άρπαξε το αριστερό μου και με το άλλο το δεξί μου χέρι, με το όποιο κρατούσα το όπλο, με το δάχτυλο μου στη σκανδάλη».
Από τα λεγόμενα της οι αστυνομικοί επιβεβαιώνουν μόνο το γεγονός ότι πριν πέσει νεκρός ο Λάμπρου υπήρξε πάλη ανάμεσα σε εκείνον και τη δράστιδα. Αυτό προκύπτει από το DNA της συζυγοκτόνου που βρέθηκε σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος του θύματος.
Η «διαβολική χήρα» -παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι σκηνοθέτησε την «αυτοκτονία» του άντρα της- υποστήριζε σθεναρά στις καταθέσεις της ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε: «Τραβώντας με βίαια πάνω στο σώμα του τα χέρια μου εκτάθηκαν... Τότε προκλήθηκε πυροβολισμός. Είδα τον Θανάση να τραντάζεται και να λυγίζουν τα πόδια του συνεχίζοντας να κρατά με δύναμη τα χέρια μου, γονάτισε και με παρέσυρε προς τα κάτω, στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε ο δεύτερος πυροβολισμός».