Με μια μακροσκελή του ανάλυση στο περιοδικό των New York Times, ο Ανταμ Ντέιβιντσον εξηγεί τους λόγους που οι πιστωτές και όχι η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσουν το τίμημα της κρίσης.
Κατά τον Αμερικανό αναλυτή, η απόδειξη πως η Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικά υπαίτια των δεινών της είναι ένας κωδικός, ο GR0133004177. Αυτός ο κωδικός δεν είναι άλλος από το τεχνικό όνομα του ομολόγου που δημοπρατήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 2009.
«Εκείνη την ημέρα, οι επενδυτές είχαν κάθε λόγο να πιστέψουν ότι αυτό ήταν ένα επισφαλές δάνειο» σχολιάζει κι επισημαίνει ότι η Ελλάδα ήθελε τότε 7 δισ. ευρώ με ορίζοντα αποπληρωμής το 2026, αλλά στο σύνολό τους, οι επενδυτές θεώρησαν ότι η Ελλάδα θα μπορεί να τα επόμενα 17 χρόνια να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις. «Σοκαρίστηκα όταν είδα ότι το επιτόκιο με το οποίο δημοπρατήθηκε (το ομόλογο) ήταν 5,3%. Πρόκειται για ένα πολύ χαμηλό επιτόκιο και μόλις 2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από εκείνο με το οποίο δανείζεται η Γερμανία, το πιο φερέγγυο κράτος της Ευρώπης» προσθέτει ο Αμερικανός αναλυτής, τονίζοντας ότι «αυτό ήταν ένα επιτόκιο που εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δεν θα έχανε ποτέ πληρωμή».
«Εκ των υστέρων, βέβαια, όλοι κατάλαβαν ότι οι επενδυτές δεν έπρεπε να είχαν δανείσει τίποτε και ποτέ στην Ελλάδα ή αν το έκαναν θα έπρεπε να απαιτήσουν επιτόκιο 100%» προσθέτει κι επικρίνει τους επενδυτές που δεν διάβασαν από την αρχή πίσω από τα δεδομένα.
Το προπατορικό αμάρτημα της ελληνικής κρίσης δεν σημειώθηκε στην Αθήνα, αλλά στα επενδυτικά funds της Φρανκφούρτης και του Λονδίνου
Κατά τον δημοσιογράφο του «New York Times Magazine», «το προπατορικό αμάρτημα της ελληνικής κρίσης δεν συνέβη στην Αθήνα. Συνέβη σε εκείνα τα κέντρα της Φρανκφούρτης και του Λονδίνου, της Σανγκάης και της Νέας Υόρκης. Ναι, οι Ελληνες πήραν λεφτά. Αλλά αν και σε εσάς προσέφεραν 7 δισ. ευρώ με 5,3 επιτόκιο, τότε κι εσείς θα παίρνατε τα χρήματα».
Σε αυτό το σημείο, ο Ντέιβιντσον κάνει μια παρένθεση και εξηγεί γιατί δεν είναι εξουθενωτικό για την οικονομία μια χρηματιστηριακή κατάρρευση, αλλά αντιθέτως, μια κατάρρευση της αγοράς ομολόγων θα σήμαινε και το τέλος της ζωής μας, όπως την ξέρουμε σήμερα.
Το 2008, το σημείο καμπής της αλλαγής στην αγορά ομολόγων
Ο οικονομικός αναλυτής τονίζει ότι το τελευταίο λίγο έλειψε να συμβεί στις 17 Σεπτεμβρίου του 2008, οπότε «για μερικές δραματικές ημέρες, επιφανείς οικονομολόγοι και πρωτοκλασάτοι τεχνοκράτες, μακριά από κάθε συναισθηματισμό μιλούσαν είτε ανοιχτά είτε ιδιωτικά για την πραγματική πιθανότητα του τερματισμού των ΗΠΑ, του τερματισμού δηλαδή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και της βιομηχανίας, και εν τέλει της δημοκρατίας. Οταν τελικά χρήματα διάσωσης κατευθύνθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες, ήταν απλά ο πιο γρήγορος και άμεσος τρόπος για να επιτευχθεί ο πραγματικός στόχος: να σωθεί η αγορά ομολόγων».
Ομως, ο Σεπτέμβρης του 2008 υπήρξε τελικά το σημείο καμπής για την αγορά των ομολόγων, καθώς από εκείνη τη στιγμή «η ουσιαστική φύση της μετατοπίστηκε». Μέχρι πρότινος, η σταθερότητα των ομολόγων ενισχυόταν από την προσοχή με την οποία κινούνταν οι άνθρωποι που τα κατείχαν και τα διαχειρίζονταν, και αντιστρόφως. Ομως, το σχέδιο διάσωσης έσπασε αυτόν τον ενάρετο κύκλο, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η αγορά των ομολόγων θα είναι σταθερή, ακόμα κι όταν οι αγοραστές των ομολόγων αποδεικνύονται εξωφρενικά απερίσκεπτοι, “πετώντας” εκατομμύρια δολάρια» σε αναξιόπιστα ομόλογα.
Αντί να μεταφέρεται ο πλούτος από τα ομόλογα στους λαούς μεταφέρεται από τους λαούς στην αγορά ομολόγων
Κατά τον Ντέιβιντσον, «το σχέδιο διάσωσης αντιπροσώπευσε τη μεταφορά πλούτου από την υπόλοιπη οικονομία στην αγορά ομολόγων, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται πρέπει να συμβεί». Ετσι, τώρα για την Ελλάδα που είναι σε αδυναμία να αποπληρώσει τα χρέη της, «βλέπουμε ότι επενδυτές που διακρατούν τα ομόλογα περιμένουν ότι θα σώζεται συνεχώς, ακόμα και όταν εκείνοι οι ίδιοι αδυνατούν να διαχειριστούν τη δική τους ευθύνη. Τα διάφορα σχέδια της ΕΕ για την Ελλάδα περιλαμβάνουν αυτό που στην ουσία είναι η μεταφορά του πλούτου από τον φτωχό ελληνικό λαό στα πλούσια γερμανικά ιδρύματα που διακρατούν τα ομόλογα».
Και σε αυτό το σημείο, τονίζει όταν αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αγόρασαν εκείνο το ομόλογο το 2009, «έκαναν κάθε λανθασμένη κρίση που θα μπορούσαν να κάνουν, ακόμα και τη στιγμή που φαινόταν ξεκάθαρα πως επρόκειτο για ένα ανόητο τζογάρισμα. Τόσο ανόητο που στην πραγματικότητα μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με έναν τρόπο: Πίστεψαν ότι ακόμα και σε περίπτωση χρεοκοπίας, οι Γερμανοί θα έσωζαν τους Ελληνες».
Ομως, ο δημοσιογράφος του New York Times Magazine ξακαθαρίζει: «Αυτό δεν σημαίνει ότι πίστεψαν ότι οι Γερμανοί θα είναι καλοί με τους Ελληνες. Σημαίνει ότι πίστεψαν ότι οι Γερμανοί θα είναι καλοί με τους ανθρώπους που είχαν στην κατοχή τους τα ελληνικά ομόλογα, εκ των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό το διακρατούσαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Με το να δανείσουν στην Ελλάδα με ένα ποσοστό 3,5%, δεν υπολόγιζαν στην ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει, αλλά στη βούληση της γερμανικής κυβέρνησης να βοηθήσει τις γερμανικές τράπεζες».
«Βεβαία, για να είμαστε δίκαιοι, οι ομολογιούχοι του GR0133004177 είδαν να κουρεύεται η αξία του ομολόγους τους κατά σχεδόν 50%, το 2012, [...] αλλά οι περισσότεροι εκτιμούν ότι έπρεπε να είχαν χάσει πολλά περισσότερα από την επένδυσή τους, ακόμα και ολόκληρη την επένδυση. Αντίθετα, το σχέδιο διάσωσης μετέφερε με αποτελεσματικότητα δισεκατομμύρια ευρώ από τους Ελληνες πολίτες στους ανόητους επενδυτές ομολόγων» προσθέτει.
Τέλος, ο Ντέιβιντσον υποστηρίζει ότι στην ελληνική περίπτωση πρέπει να τηρηθεί αυτό που ονομάζεται στις αγορές απώλεια συναισθηματισμού: Αν κάνεις μια κακή επένδυση, πρέπει να πληρώσεις ολόκληρο το τίμημα, γιατί αν δεν το κάνεις, θα συνεχίσεις να κάνεις κακές επενδύσεις. «Ο μόνος τρόπος για να επαναφέρουμε τη λειτουργία της αγοράς ομολόγων πίσω στον ιστορικό της ρόλο είναι να κάνουμε τους επενδυτές να αισθανθούν πραγματικό φόβο ότι μπορεί να χάσουν χρήματα, κάνοντας κακές αποφάσεις. Χρειαζόμαστε μια αγορά που επιβραβεύει τα οικονομικά σοφά “στοιχήματα”, αντί εκείνους που είναι πολιτικά συνειδητοποιημένοι».