Αφιέρωμα στο νησί της Λέσβου έχει η βρετανική εφημερίδα Guardian με πολλές φωτογραφίες από το νησί.
Το συγκεκριμένο άρθρο της Λόρα Πάντοαν, Βρετανής συνεργάτιδας της Υπατης Αρμοστίας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, δεν είναι ένα συνηθισμένο αφιέρωμα μιας ξένης εφημερίδας που παρουσιάζει έναν όμορφο τουριστικό προορισμό με θελκτικές εικόνες για τους τουρίστες. Η Πάντοαν περιγράφει τις εμπειρίες της από το νησί και την άφιξη των χιλιάδων προσφύγων από τη Συρία, το Αφγανιστάν και αλλού.
Η Λέσβος είναι ο παράδεισος όπου συναντιούνται οι τουρίστες με τους πρόσφυγες
Η ίδια γράφει ότι το νησί είναι το μέρος όπου «συναντιούνται ο παράδεισος των διακοπών με την προσφυγική κρίση» και τονίζει ότι «οι κάτοικοι αυτού του ελληνικού νησιού, παρά τα οικονομικά τους δεινά, φροντίζουν με γενναιοδωρία τα καραβάνια των ανθρώπων που φεύγουν από τη Συρία».
«Στο ελληνικό νησί της Λέσβου, συναντιούνται δύο κόσμοι. Κάθε μέρα αυτό το καλοκαίρι, οι παραθεριστές βρίσκονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις των αιματηρών εμφυλίων πολέμων, καθώς η δύση του ηλίου φέρνει καραβάνια προσφύγων στις παραλίες της Ευρώπης» γράφει η Πάντοαν η οποία ομολογεί πως κατά την επτάχρονη θητεία της στην UNHCR, «το τελευταίο μέρος που περίμενα να με στείλουν ήταν ένα νησί-top προορισμός διακοπών» και μάλιστα «μέσα στο πικ της τουριστικής περιόδου».
Ομως, η Πάντοαν εξηγεί στους συμπατριώτες της ότι «η Ελλάδα είναι στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης και δέχεται περισσότερες από 1.000 νέες αφίξεις ανά ημέρα με τις περισσότερες από τις μισές να είναι στη Λέσβο. Και παρά το γεγονός πως η τουρκική ακτή απέχει λιγότερο από 10 χλμ μακριά, η διαδρομή πάνω στα τιρκουάζ νερά του Αιγαίου κοστίζει πολύ ακριβά». Η εργαζόμενη στην Υπαρτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες πληροφορεί τους αναγνώστες της βρετανική εφημερίδας για τα χρήματα που αποκομίζουν οι δουλέμποροι οι οποίοι χρεώνουν έξτρα αντίτιμο και για κάθε σωσίβιο.
Παρόλα αυτά, «οι άνθρωποι κάνουν το ταξίδι επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή» γράφει η Πάντοαν και αναφέρει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της, «οι περισσότεροι προέρχονται από τη Συρία, άλλοι από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Σομαλία και την Ερυθραία». Πρόκειται δηλαδή για «πρόσφυγες πολέμου, διώξεων, βίας και εκμετάλλευσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων». «Η απελπισία και ο φόβος του οδήγησε» να φύγουν.
Και τι άλλωστε θα μπορούσε να είναι εκτός από την απελπισία και τον φόβο, όταν κανείς βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα 71 ετών, με την κόρη της και το μόλις 8 εβδομάδων βρέφος της να φτάνουν στο νησί με μια μισοφουσκωμένη βάρκα; «Δεν είναι ένα ταξίδι που το κάνει κανείς ελαφρά τη καρδία» ξεκαθαρίζει η Βρετανή διπλωμάτης και συμπληρώνει: «Αυτό που σπρώχνει τους πρόσφυγες στα βουνά της Ελλάδας και μετά στα Βαλκάνια, όπου η σκληρότητα της αστυνομίας και των δουλεμπόρων είναι βεβαιότητα, και μετά στην ασφάλεια της Γερμανίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι η γνώση ότι αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι κατά πολύ χειρότερο».
Η Πάντοαν διηγείται την ιστορία του Σάμι, ενός 24χρονου αποφοίτου του Τμήματος Πληροφορικής από το Χαλέπι ο οποίος έφτασε στη Λέσβο από την Τουρκία. Οι δουλέμποροι απείλησαν με τα όπλα τον ίδιο, όπως και 40 ακόμα ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων γυναικόπαιδων να μπουν σε μια μικρή φουσκωτή βάρκα. Το ήξερε ότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο το να μπει μέσα, όπως το ήξεραν και οι μάνες με τα παιδιά στα χέρια, αλλα ήξεραν επίσης, ότι ο πόλεμος είναι πιο επικίνδυνος.
Ηταν νύχτα, και ο ίδιος με τρεμάμενη φωνή, διηγείται στην Πάντοαν ότι κρατούσαν τα παιδιά ψηλά για να μην βρέχονται, ενώ η Ελληνική Ακτοφυλακή τους εντόπισε όταν ήδη η βάρκα ήταν γεμάτη νερά: «Απήχαμε μόνο 5 εκατοστά από το να βυθιστούμε. Βρεθήκαμε πολύ κοντά στον θάνατο» λέει.
Πρόσφυγες και οικονομική κρίση: Μια τεράστια πρόκληση για την Ελλάδα
Σε αυτό το σημείο η Βρετανή διπλωμάτης γράφει στον Guardian και για μια άλλη πτυχή του προβλήματος: «Υπό κανονικές συνθήκες, το να ανταποκριθεί μια χώρα στις ανάγκες μιας πρωτοφανούς στην ιστορία εισροής προσφύγων θα ήταν έτσι κι αλλιώς ένα δύσκολο έργο. Ομως, με την Ελλάδα να αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο οικονομικό μέλλον, η πρόκληση για την κυβέρνηση των Αθηνών είναι κάτι παραπάνω από τεράστια».
Η ίδια τονίζει ότι στη Λέσβο, το μεγαλύτερο έργο γίνειται από εθελοντές-κατοίκους των μικρών χωριών του νησιού, που «αν και έχουν πολύ περιορισμένες πηγές εσόδων, ωστόσο έχουν τεράστια γενναιοδωρία».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η Μελίντα, η ιδιοκτήτρια της Ταβέρνας «Captain’s Table» στον Μόλυβο και η οποία «ξοδεύει 100 ευρώ την ημέρα για φρούτα για τα παιδιά που σώθηκαν από την Ακτοφυλακή». Ενα ακόμη ζωντανό παράδειγμα είναι και η Δάφνη, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Βότσαλα στη Θέρμη, η οποία «διοργανώνει αγώνες ποδοσφαίρου και μαθήματα μαγειρικής για πρόσφυγες, αλλά και τουρίστες».
«Είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, μόνο μια ελάχιστη συνεισφορά» λέει ένας από τους εθελοντές για το έργο του και η Πάντοαν γράφει με ευγνωμοσύνη για τους Ελληνες πως «σε κάθε έναν που μίλησα νιώθει ότι η συνεισφορά του είναι μικρή». Και προσθέτει ότι «ακόμη και οι νησιώτες που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των προσφύγων είναι συμπονετικοί στην κακή τους κατάσταση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο 80χρονος Ευκλείδης τον οποίο συνάντησε στο λιμάνι της Μυτιλήνης κάτω από το δικό της Αγαλμα της Ελευθερίας. Ο ίδιος είπε στη Βρετανή εργαζόμενη της UNCHR ότι το άγαλμα χτίστηκε από έναν Ελληνα μετανάστη στις ΗΠΑ κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το Αγαλμα της Ελευθερίας ως ένα σύμβολο για την ελπίδα, που ορκίστηκε στον εαυτό του να βγάλει αρκετά χρήματα για να επιστρέψει και να φτιάξει το δικό του άγαλμα για το νησί του.
Ο πατέρας του 80χρονου Ευκλείδη ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού. «Οι Ελληνες και οι Αρμένιοι ήρθαν εδώ επειδή τα σπίτια τους κάηκαν. Σφαγιάστηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα με τους παππούδες μου όταν ήταν τεσσάρων ετών. Ηρθαν με πλοίο από τη Σμύνρη. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, όλη τους την περιουσία και δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν πίσω» θυμάται ο κ. Ευκλείδης και αναφέρει για το νέο κύμα προσφύγων: «Οι Συροι έρχονται τώρα επειδή αν δεν το κάνουν θα σκοτωθούν. Τι άλλο μπορούν να κάνουν; Αυτό που τους συμβαίνει είναι μια τραγωδία. Το καταλαβαίνω. Είναι ό,τι συνέβη και στη δική μου οικογένεια».
Εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, βρίσκεται η Καλλονή, αναφέρει η Πάντοαν, η παραλία η οποία δέχεται τους περισσότερους πρόσφυγες. Εκεί, βρήκε τον Γιώργο, ένα διδάκτορα Ιατρικής, ο οποίος εργάζεται στο οικογενειακό κρεοπωλείο προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του και είναι μέλος της ΜΚΟ «Αγκαλιά» που έχει δημιουργήσει ένα καταφύγιο προσφύγων.
Η Βρετανή διπλωμάτης αναφέρει για τον Γιώργο ότι παρά τις οικονομικές του δυσκολίες και το πτυχίο της Ιατρικής, δεν βοηθά μόνο ιατρικά τους πρόσφυγες, τους μαγειρεύει και καθαρίζει το καταφύγιο.
«Πολλοί φτάνουν σε κακή κατάσταση. Εχουν βασανιστεί από τους δουλεμπόρους στην Τουρκία. Εχω δει ανθρώπους με γάγγραινα και φρικτά τραύματα. Εχω βγάλει από χιλιάδες πόδια αγκάθια αχινών και τα έχω τρίψει με λάδι. Στη Λέσβο έχουμε εκατοντάδες τάφους που απλά γράφουν: Αφγανός, 54 ετών, Αφγανός, 55 ετών... Είναι ένα νέο ολοκαύτωμα» δηλώνει ο Γιώργος ο οποίος ανησυχεί για τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης και τρέμει στο ενδεχόμενο να καταρρεύσει κυβέρνηση και να αναλάβουν τα ακροδεξιά μορφώματα.
Εν μέσω αυτής της ελληνικής τραγωδίας, υπάρχουν επικοί ήρωες
«Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι πλούσιοι, αλλά ό,τι έχουν, το μοιράζονται» γράφει η Πάντοαν και παραθέτει τα λόγια του Γιώργου: «Ακόμα κι αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει και δεν έχουμε καθόλου λεφτά, θα έχουμε ακόμα τα σώματά μας και θα βοηθούμε τους ανθρώπους που μας χρειάζονται».
Η Βρετανή διπλωμάτης κλείνει το άρθρο-εμπειρία της από την Ελλάδα στον Guardian γράφοντας: «Για μένα, το λαμπρό παράδειγμα της ελπίδας και της ελευθερίας στη Λέσβο δεν είναι το άγαλμα, αλλά οι άνθρωποί της. Οι νησιώτες δεν γνωρίζουν τι τελικά θα συμβεί με την οικονομική κρίση, όμως ακόμα προσεγγίζουν τους πρόσφυγες. Εν μέσω αυτής της ελληνικής τραγωδίας, υπάρχουν επικοί ήρωες».