Με νέο άρθρο του ο Γιάνης Βαρουφάκης αποκαλύπτει ότι πρώτος αυτός, στις 19 Ιουνίου, είχε προτείνει στη γερμανική κυβέρνηση και τους Θεσμούς τη δημιουργία του ενιαίου Ταμείου ιδιωτικοποιήσεων που θα οδηγούσε σε μια Αναπτυξιακή Τράπεζα, ικανή να βάλει τέλος στην ελληνική κρίση.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναλύει στην ιστοσελίδα project-syndicate.org τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε το Ταμείο που πρότεινε η ελληνική πλευρά, το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί σε ολοκληρωμένη Αναπτυξιακή Τράπεζα. Ο Βαρουφάκης επισημαίνει πάντως στο άρθρο του ότι η πρότασή του «αντιμετωπίστηκε με εκκωφαντική σιωπή», ενώ έδωσε τα εύσημα στον Ευκλείδη Τσακαλώτο που κατάφερε τελικά αυτό το Ταμείο να το μεταφέρει στην Ελλάδα.
Αναλυτικά το άρθρο
«Στις 12 Ιουλίου, η Σύνοδος των ηγετών της ευρωζώνης υπαγόρευσε τους όρους παράδοσης στον Ελληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, τρομοκρατημένος από τις εναλλακτικές, τους αποδέχθηκε όλους. Ενας από αυτούς τους όρους αφορούσε στη διάθεση των υπoλοίπων περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης ζήτησαν να μεταφερθούν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τύπου Treuhand ταμείο- ένα όχημα παρόμοιο με αυτό που είχε χρησιμοποιηθεί μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου για γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις, με μεγάλη οικονομική ζημία και καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση όλης της εξαφανιζόμενης δημόσιας περιουσίας της Ανατολικής Γερμανίας.
Αυτό το ελληνικό Treuhand θα είχε έδρα- περιμένετε- στο Λουξεμβούργο και θα διοικούνταν από μια ομάδα εποπτευόμενη από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον συντάκτη αυτού του σχεδίου. Θα ολοκλήρωνε τις πωλήσεις μέσα σε τρία χρόνια. Ομως, ενώ το έργο του πρωτότυπου Treuhand συνοδευόταν από τεράστιες επενδύσεις της Δυτικής Γερμανίας σε υποδομές και μεγάλης κλίμακας κοινωνικές μεταφορές στον πληθυσμό της Ανατολικής Γερμανίας, οι Ελληνες δεν θα λάμβαναν κανένα αντίστοιχο όφελος οποιουδήποτε είδους.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που με διαδέχθηκε ως υπουργός Οικονομικών πριν από δύο εβδομάδες, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βελτιώσει τις χειρότερες πτυχές του πλάνου για το ελληνικό Treuhand. Κατάφερε να έχει το ταμείο την έδρα του στην Αθήνα και απέσπασε από τους δανειστές (τη λεγόμενη τρόικα των Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ) τη σημαντική παραχώρηση ότι οι πωλήσεις θα μπορούν να επεκταθούν στα 30 χρόνια, αντί στα τρία. Αυτό ήταν κρίσιμο, προκειμένου να επιτραπεί στο ελληνικό κράτος να κρατήσει τα υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία μέχρι να ανακάμψει η τιμή τους από τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα λόγω της ύφεσης.
Αλίμονο, το ελληνικό Treuhand παραμένει κάτι απεχθές και θα πρέπει να είναι στίγμα στη συνείδηση της Ευρώπης. Ακόμη χειρότερα, είναι μία χαμένη ευκαιρία.
Το πλάνο είναι πολιτικά τοξικό, γιατί το ταμείο- παρότι θα έχει έδρα στην Ελλάδα- θα το διαχειρίζεται ουσιαστικά η Τρόικα. Επίσης είναι οικονομικά επιβλαβές, γιατί τα έσοδα θα πάνε για την εξυπηρέτηση αυτού που τώρα ακόμη και το ΔΝΤ παραδέχεται ότι αποτελεί ανεξόφλητο χρέος. Και αποτυγχάνει οικονομικά, γιατί σπαταλά μία θαυμάσια ευκαιρία για τη δημιουργία σταθεροποιητικών επενδύσεων προκειμένου να βοηθηθεί η αντιμετώπιση του υφεσιακού αντίκτυπου της τιμωρητικής δημοσιονομικής εξυγίανσης που είναι επίσης μέρος των «όρων» της Συνόδου της 12ης Ιουλίου.
Δεν χρειαζόταν να γίνει έτσι. Στις 19 Ιουνίου επικοινώνησα στη γερμανική κυβέρνηση και την τρόικα μία εναλλακτική πρόταση, ως μέρος ενός εγγράφου με τίτλο «Τερματίζοντας την ελληνική κρίση»:
«Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει να συνδυάσει τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (εξαιρώντας αυτά που σχετίζονται με την ασφάλεια της χώρας, τις δημόσιες παροχές και την πολιτιστική κληρονομιά) σε μία κεντρική ελέγχουσα εταιρεία που θα διαχωρίζεται από την κυβερνητική διοίκηση και θα αντιμετωπίζεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπό την αιγίδα του ελληνικού κοινοβουλίου, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και τη δημιουργία ρεύματος σταθεροποιητικών επενδύσεων. Το ελληνικό κράτος θα είναι ο μοναδικός μέτοχος, αλλά δεν θα εγγυάται το παθητικό ή το χρέος της.
Η εταιρεία θα παίζει ενεργό ρόλο στην προετοιμασία των περιουσιακών στοιχείων για πώληση. Θα «εξέδιδε ένα πλήρως εγγυημένο ομόλογο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων» για να συγκεντρώσει 30-40 δισ. ευρώ τα οποία, «λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα αξία των περιουσιακών στοιχείων» θα «επένδυε στον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων υπό τη διαχείρισή της».
Το πλάνο προέβλεπε ένα επενδυτικό πρόγραμμα 3-4 χρόνων, με αποτέλεσμα «επιπρόσθετες δαπάνες 5% του ΑΕΠ ετησίως» με τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες να σημαίνουν «έναν θετικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης πάνω από 1,5» ο οποίος «θα ενίσχυε την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ σε ένα επίπεδο πάνω από 5% για αρκετά χρόνια». Αυτό με τη σειρά του θα προκαλούσε «ανάλογες αυξήσεις σε φορολογικά έσοδα» και ως εκ τούτου «θα συνέβαλε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα, ενώ θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να έχει πειθαρχία επί των δαπανών χωρίς να συρρικνώνει περαιτέρω την κοινωνική οικονομία».
Σε αυτό το σενάριο, το πρωτογενές πλεόνασμα (που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) θα επιτύγχανε μεγέθη «ταχύτητας διαφυγής» τόσο σε απόλυτη όσο και σε ποσοστιαία βάση με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, στην εταιρεία θα «χορηγούνταν τραπεζική άδεια» σε 1-2 χρόνια «και έτσι θα μετατρεπόταν σε μία ολοκληρωμένη Αναπτυξιακή Τράπεζα, ικανή να συγκεντρώσει ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα και να μπει σε σχέδια συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων».
Η Αναπτυξιακή Τράπεζα που προτείναμε «θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να διαλέξει ποια περιουσιακά στοιχεία θα ιδιωτικοποιούνταν και ποια όχι, ενώ θα εγγυόταν ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μείωση χρέους από τις επιλεγμένες ιδιωτικοποιήσεις». Αλλωστε, «οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων θα αυξάνονταν περισσότερο από το πραγματικό ποσό που θα ξοδεύονταν για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση, με τη βοήθεια ενός προγράμματος συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η αξία των οποίων ενισχύεται ανάλογα με την πιθανότητα των μελλοντικών ιδιωτικοποιήσεων».
Η πρότασή μας αντιμετωπίστηκε με εκκωφαντική σιωπή. Πιο συγκεκριμένα, το Eurogroup και η τρόικα συνέχισαν να διαρρέουν στα διεθνή ΜΜΕ ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν καμία αξιόπιστη καινοτόμα πρόταση να κάνουν, δηλαδή το συνηθισμένο ρεφρέν τους. Μερικές ημέρες αργότερα, όταν οι δυνάμεις συνειδητοποίησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να συνθηκολογήσει πλήρως με τις απαιτήσεις της τρόικας, έκριναν σκόπιμο να επιβάλουν στην Ελλάδα το μειωτικό, αφάνταστο και ολέθριο μοντέλο Treuhand.
Σε μία κρίσιμη καμπή στην ευρωπαϊκή ιστορία, η καινοτόμος εναλλακτική μας πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Παραμένει εκεί, για να την ανακτήσουν άλλοι.
Σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Ευρώπης, η καινοτόμος εναλλακτική μας πετάχτηκε στον σκουπιδοτενεκέ. Παραμένει εκεί για να την ανακτήσουν άλλοι».