Η ανακοίνωση της κυρίας Βαλαβάνη για τα 200.000 ευρώ που σήκωσε από την τράπεζα η μητέρα της, λίγο πριν αυτές κλείσουν, είναι ένα μνημείο παρελκυστικού λόγου και αποφυγής της ουσίας. Είναι ένα μνημείο λαϊκισμού, αντιφάσεων και δήθεν αριστεροφροσύνης, με μοναδικό σκοπό να παραποιηθεί βάναυσα η ουσία και να αποσιωπηθεί η αλήθεια.
Ποια είναι η ουσία;
Οτι η μητέρα μιας αρμόδιας υπουργού σήκωσε λίγες μέρες πριν από το κλείσιμο των τραπεζών το συγκεκριμένο ποσό για να μην εγκλωβιστούν οι καταθέσεις της στις τράπεζες, που έκλεισαν λίγο αργότερα.
Η πράξη αυτή της μητρός Βαλαβάνη δεν έχει, κατ' αρχάς, τίποτε το κατακριτέο ή το παράνομο. Εκατομμύρια Ελληνες έκαναν το ίδιο, διαισθανόμενοι ότι η διαπραγμάτευση Βαρουφάκη θα οδηγούσε σε ρήξη με τους εταίρους και άρα στο κλείσιμο των τραπεζών. Κανείς εκ των εκατομμυρίων Ελλήνων καταθετών δεν θα απολογηθεί για μια τραπεζική πράξη απολύτως νόμιμη, αφού τις αποταμιεύσεις του μπορεί ο καθένας να τις έχει στην τράπεζα, στο στρώμα ή μέσα σε χύτρες ταχύτητας θαμμένες στα χωράφια.
Το μόνο ζήτημα που υπάρχει για την 85χρονη μητέρα της κυρίας Βαλαβάνη είναι η πολιτική θέση της κόρης της και κατά συνέπεια η δυνατότητά της, λόγω ακριβώς του τότε πολιτικού ρόλου της κόρης της, να γνωρίζει τις εξελίξεις. Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι αν έβγαλε τα χρήματά της επειδή γνώριζε από πρώτο χέρι για το επικείμενο κλείσιμο των τραπεζών ή αν έπραξε αυτοβούλως.
Με νομικούς όρους το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν στην περίπτωσή μας υπήρχε εσωτερική πληροφόρηση ή όχι. Προφανώς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστωθεί και το ένα και το άλλο. Πώς μπορεί να αποδείξει κανείς ότι η μητέρα Βαλαβάνη γνώριζε ή δεν γνώριζε από την κόρη της και αρμόδια υπουργό τότε ότι θα έκλειναν οι τράπεζες; Το αν γνώριζε ή δεν γνώριζε θα το κρίνουν οι πολίτες και η κοινή λογική.
Το ζήτημα λοιπόν για τη Νάντια Βαλαβάνη είναι (για την ώρα) θέμα ηθικής τάξης, που μάλιστα το δημιούργησε η ίδια με τη σιωπή της όταν βοούσαν πολλές μέρες πριν από το δημοψήφισμα το Ηράκλειο, η Βουλή και τα δημοσιογραφικά γραφεία για την περίφημη ανάληψη των 200.000 ευρώ. Αν δηλαδή η κυρία Βαλαβάνη, αντί να σιωπά, είχε τοποθετηθεί εγκαίρως και δημόσια για το θέμα, τίποτα από όλα αυτά ενδεχομένως δεν θα είχε συμβεί. Αν έβγαινε δηλαδή δημόσια και έλεγε ότι «ναι, η μητέρα μου έβγαλε τα χρήματά της από την τράπεζα, δεν είχα ιδέα και δεν ρωτήθηκα», το θέμα θα είχε λήξει εκεί και κανείς δεν θα είχε να πει το παραμικρό. Αντιθέτως, η κυρία Βαλαβάνη ήθελε και το φαϊ αφάγωτο και και τον σκύλο χορτάτο. Ήθελε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει πάντα. Να κρίνει, να λοιδωρεί, να συκοφαντεί, αλλά κανείς να μην έχει το δικαίωμα και το ηθικό ανάστημα να κρίνει αυτά που κάνουν ακόμα και συγγενικά της πρόσωπα. Ως επαγγελματίας των «Οχι», των αρνήσεων, των τυφλών συγκρούσεων και της δαιμονοποίησης όσων έχουν διαφορετική άποψη, κατέφυγε στο φθηνό λαϊκισμό δύο ανακοινώσεων, όπου όχι μόνο απέφυγε την αλήθεια αλλά με φτηνή δημαγωγία προσπάθησε να δημιουργήσει εχθρούς και να τους φορτώσει τις δικές της ευθύνες.
Στην πρώτη ανακοίνωση, την ημέρα της παραίτησής της με επιστολή στον πρωθυπουργό, η κυρία Βαλαβάνη διαχώριζε την παραίτησή της από την ανάληψη των 200.000 ευρώ της μητέρας της. Και με ένα φθηνό εφεύρημα, πιστεύοντας ότι η υπόθεση θα ξεχαστεί σύντομα, δήλωνε ότι ουδέποτε σήκωσε έστω κι ένα ευρώ από τις τράπεζες πριν αυτές κλείσουν. Λες και την είχε κατηγορήσει κανείς ότι τα λεφτά τα είχε σηκώσει η ίδια και όχι η μητέρα της. Αντί να απαντήσει ευθαρσώς στο θέμα, προτίμησε τη γνωστή περελκυστική πολιτική με τους γνωστούς θεατρινισμούς περί αριστεροφροσύνης και τις επίσης γνωστές καταγγελίες εναντίον των συστημικών Μέσων και της διαπλοκής που δήθεν απεργάζονται την πολιτική της εξόντωση. Για την ταμπακέρα, φυσικά, δεν ανέφερε λέξη. Εμείς εδώ στο iefimerida γνωρίζαμε την υπόθεση της ανάληψης των 200.000 ευρώ από το υποκατάστημα της Εθνικής στο Ηράκλειο και μάλιστα είχαμε και αδιάσειστα στοιχεία για τη ρευστοποίηση της προθεσμιακής κατάθεσης των 95.000 ευρώ και των άλλων 105.000 ευρώ από άλλους λογαριασμούς. Προσπαθήσαμε μάλιστα να επικοινωνήσουμε κατ’ επανάληψη με την κυρία Βαλαβάνη, ένα 24ωρο πριν από το δημοψήφισμα, τηλεφωνώντας στο κινητό της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Προφανώς η κυρία Βαλαβάνη, που γνώριζε ότι η υπόθεση της ανάληψης των 200.000 ευρώ είχε γίνει βούκινο στην Αθήνα και στο Ηράκλειο, αρνιόταν πεισματικά μέσω των συνεργατών της να μας μιλήσει για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ανάληψη.
Χθες, μετά το δημοσίευμα της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», όπου η μητέρα της κυρίας Βαλαβάνη ομολογούσε ότι αυτή είχε σηκώσει τα 200.000 ευρώ, με μια ανακοίνωση-μανιφέστο έβαλλε κατά των μέσων ενημέρωσης και της διαπλοκής για πολιτικές σκοπιμότητες εναντίον της, αρνούμενη να απαντήσει για την ταμπακέρα. Με μια ανακοίνωση-ποταμό και κουνώντας το δάχτυλο, έδινε τα γνωστά μαθήματα αριστεροφροσύνης και αγωνιστικότητας και για την ουσία, φυσικά, ούτε λέξη. Σε ένα ρεσιτάλ παρελκυστικού λόγου και αποφυγής της ουσίας, μας εγκαλούσε για μια φωτογραφία μαζί με τη μητέρα της που δημοσιεύσαμε με τον χιουμοριστικό τίτλο «Η Νάντια Βαλαβάνη τότε που... δεν μιλούσε με τη μητέρα της», και μάλιστα μας κατηγορεί λες και αυτό ήταν το θέμα: ότι η ημερομηνία που βάλαμε δεν αντιστοιχούσε χρονικά με το πότε είχε τραβηχτεί η φωτογραφία. Το θέμα, δυστυχώς, για την κυρία Βαλαβάνη είναι αν μιλούσε ή δεν μιλούσε στη μητέρα της και όχι πότε βγήκε η φωτογραφία.
Στην ανακοίνωση μάλιστα που εξέδωσε χθες, συνεχίζοντας το γνωστό παρελκυστικό παιχνίδι τής δήθεν επιλεκτικής αμνησίας της, καταφεύγει σε ένα απίστευτο σόφισμα για το αν, πότε και με ποιες προϋποθέσεις μιλάει στη μητέρα της: προφανώς ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις. Και προφανέστερα της μιλάει όποτε τη συμφέρει. Για να αποδομήσει δήθεν το γεγονός της ανάληψης των 200.000 ευρώ, καταφεύγει στην ανακοίνωσή της σε ένα ξεκαρδιστικό σόφισμα:
«Για όλα τα παραπάνω (σ.σ: για την ταμπακέρα δηλαδή της ανάληψης των 200.000 ευρώ από τη μητέρα της) δεν είχα ιδέα και λόγω της εξαιρετικά αραιής επικοινωνίας μας. Πριν από όλα, λόγω του δικού μου φόρτου εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα κι έχω εξαιρετικές σχέσεις με τη μητέρα μου». Κακομαθημένη ως κόρη, αλλά κυρίως κακομαθημένη πολιτικά, η κυρία Βαλαβάνη, που έκανε καριέρα μέσα στην ασφάλεια του λαϊκισμού των αρνήσεων, μιλάει στη μαμά της όποτε γουστάρει.