Οδοιπορικό στις εμπορικές γειτονιές της Αθήνας και των προαστίων της έκανε η δημοσιογράφος της αμερικανικής εφημερίδας The New York Times Σούζαν Ντάλεϊ, η οποία κάνει λόγο για μια «κραιπάλη σπατάλης», καθώς οι Ελληνες θέλουν τα χρήματά τους σε περιουσιακά στοιχεία και όχι στις τράπεζες.
Η απεσταλμένη στην Αθήνα δημοσιογράφος ξεκινά το ρεπορτάζ της από το Μαρούσι, σε ένα υποκατάστημα της μεγάλης αλυσίδας πώλησης ηλεκτρικών συσκευών «Κωτσόβολος», όπου κατά τα λεγόμενά της επικρατούσε «πανικός», χωρίς καν να έχουν φτάσει οι εκπτώσεις, αλλά και ούτε να έχουν μπει προσφορές που να ρίχνουν τις τιμές τόσο χαμηλά, ώστε να δικαιολογείται αυτή η κοσμοσυρροή στα εμπορικά καταστήματα.
Η ίδια μεταφέρει στους Αμερικανούς αναγνώστες πως «οι Ελληνες χρησιμοποιούν τις πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες τους για να αγοράσουν κουζίνες, ψυγεία, πλυντήρια, οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να κρατήσει την αξία του και σε ταραγμένους καιρούς», διευκρινίζοντας πως όλο αυτό έχει προκληθεί υπό τον φόβο ενδεχόμενου μελλοντικού κουρέματος των καταθέσεών τους στις κλειστές τράπεζες.
«Εχουμε πουλήσει πάρα πολλά. Πουλήσαμε ακόμη και εκθεσιακά μοντέλα. Ο κόσμος σπρώχνεται στα ράφια μας. Προκειμένου να καλύψουμε τα κενά στα ράφια, ταξινομούμε πιο αραιά τα προϊόντα» λέει στους New York Times η Δέσποινα Δρίση, που εργάζεται στο συγκεκριμένο κατάστημα για περισσότερα από 12 χρόνια.
Κάτω από την επιφάνεια, οι Ελληνες παλεύουν με τον φόβο ότι τα χειρότερα είναι μπροστά
Η Σούζαν Ντάλεϊ σχολιάζει πως «κάτω από την επιφάνεια, οι Ελληνες παλεύουν με τον αυξανόμενο φόβο, τις παράξενες προεκτάσεις των κλειστών τραπεζών και την ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία ότι τα χειρότερα έρχονται. Φοβούνται ότι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με τις άγνωστες συνέπειες να τους εκδιώξουν από την Ευρωζώνη μέσα στην επόμενη εβδομάδα, αν η Ελλάδα και οι δανειστές της δεν μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία».
Οπως μεταφέρει στο ρεπορτάζ η δημοσιογράφος των Times της Νέας Υόρκης, «η αύξηση της αγοράς συσκευών, αλλά και κοσμημάτων, καθώς και η αποπληρωμή των φόρων είναι ένας τρόπος να προστατευτούν από ενδεχόμενη απώλεια των καταθέσεών τους σε περίπτωση που χρεοκοπήσουν οι τράπεζες, όπως έγινε και με τους καταθέτες στην Κύπρο».
Ο πανικός δεν αρκεί για να περιγράψει αυτό που έχουν πάθει οι Ελληνες
«Ο πανικός δεν φτάνει για να περιγραφεί το πώς νιώθει ο κόσμος» αναφέρει ο φοροτεχνικός Αντώνης Μουζάκης, ο οποίος προσθέτει: «Εχω έναν τεράστιο αριθμό πελατών που θέλουν να πληρώσουν τους φόρους τους εδώ και τώρα, πριν από ένα πιθανό haircut. Ακόμα και αν ο φόρος αντιστοιχεί σε 40.000 ή 50.000 ευρώ, θέλουν να τον πληρώσουν μια κι έξω».
Καταθέτης ήθελε να αγοράσει κοσμήματα 1 εκατ. ευρώ για να σώσει τα λεφτά του από κούρεμα
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός πελάτη στο κοσμηματοπωλείο «Ζολώτας». Οπως λέει στην εφημερίδα ο υπεύθυνος του καταστήματος Γιώργος Παπαλέξης, ένας πελάτης τον πλησίασε την περασμένη Τετάρτη λέγοντάς του ότι θέλει να αγοράσει κοσμήματα αξίας 1 εκατ. ευρώ! Ωστόσο, ο κ. Παπαλέξης του αρνήθηκε την προσφορά, καθώς, όπως αναφέρει, είναι πιο βολικό να του μείνουν τα κοσμήματα παρά να έχει τα χρήματα στις ελληνικές τράπεζες. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι απέρριψα μια προσφορά 1 εκατ. ευρώ, αλλά έπρεπε να το κάνω. Ηταν ένα ριψοκίνδυνο μέτρο» λέει.
Ωστόσο, σε ένα άλλο μέρος της αγοράς, στην ψαραγορά, εκεί όπου απαιτείται η καταβολή μετρητών, η κίνηση είναι πολύ αραιή, γράφει η Ντάλεϊ, η οποία τονίζει ότι οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα κι έχουν ήδη ξεκινήσει έναν νέο γύρο απολύσεων.
«Ο εργοδότης μου μπήκε μέσα και είπε “θα πεθάνουμε όλοι”» εξομολογείται μια νεαρή γυναίκα στους New York Times, η οποία εργάζεται σε ένα μικρό ταξιδιωτικό γραφείο. «Μας μάζεψε όλους μαζί για να μας πει αυτό» προσθέτει και αναφέρει ότι μείωσε μόνο τις δικές της ώρες εργασίας σε δύο οκτάωρα την εβδομάδα, λέγοντας ότι ο εργοδότης της «ήταν απολύτως πανικοβλημένος». Άλλωστε, το πρακτορείο δεν μπόρεσε να εκδώσει την εβδομάδα που πέρασε κανένα εισιτήριο, επειδή τα ελληνικά ταξιδιωτικά γραφεία έχουν αποκλειστεί από το παγκόσμιο διαδικτυακό σύστημα έκδοσης εισιτηρίων.
Το οδοιπορικό της δημοσιογράφου των Times της Νέας Υόρκης συνεχίστηκε σε έναν άλλο κλάδο του εμπορίου. Επισκέφθηκε ένα φαρμακείο στην Αθήνα, γράφοντας πως «οι φαρμακοποιοί ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως να νιώθουν τις επιπτώσεις από το κλείσιμο των τραπεζών, επειδή τα περισσότερα φάρμακα είναι εισαγόμενα και δεν είχαν τρόπο να τα πληρώσουν». Ο φαρμακοποιός Μιχάλης Μοσχονάς δηλώνει ότι οι πελάτες του έχουν δείξει κατανόηση όταν τους ανακοινώνει ότι δεν έχει το φάρμακο που ζητούν, αλλά και ότι και ο ίδιος δείχνει κατανόηση όταν του ζητούν να πληρώσουν με κάρτα, αλλά και βερεσέ ελλείψει μετρητών. «Εχω αμέτρητα βερεσέ πίσω από την ταμειακή μηχανή μου» δηλώνει.
Ο φόβος έχει προκαλέσει μια κραιπάλη σπατάλης κι ένα ξεφάντωμα απερίσκεπτων εξόδων
Η Ντάλεϊ σχολιάζει στο ρεπορτάζ της: «Σε κάποιο βαθμό, ο φόβος έχει προκαλέσει κατά κάποιο τρόπο μια κραιπάλη σπατάλης. Βέβαια, εκατομμύρια Ελλήνων δεν έχουν τίποτα για να ξοδέψουν έπειτα από πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων η ανεργία έχει εκτιναχθεί στα ύψη (πάνω από 25%). Ωστόσο, κάποιοι δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα χάνοντας ένα ποσοστό των τραπεζικών τους καταθέσεων».
Ο 29χρονος Βασίλης Μπεκιάρης ανέφερε την περίπτωση δύο γνωστών του. Πρόκειται για δύο αδέλφια τα οποία επιδόθηκαν σε ένα «απερίσκεπτο ξεφάντωμα εξόδων, φοβούμενα ότι θα κουρευτούν οι τραπεζικές τους καταθέσεις». Ο ένας, ο οποίος είχε μόνο 1.000 ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό, τα ξόδεψε για να αγοράσει ένα iPhone και ο άλλος, που διέθετε 10.000 ευρώ, υπό τον φόβο ενός κουρέματος της τάξης του 20%, ξόδεψε 2.000 ευρώ για να αγοράσει ρούχα. «Το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν έστω και λίγο την οικονομία» σχολίασε ο κ. Μπεκιάρης.
Τέλος, η Αμερικανή δημοσιογράφος αναφέρει ότι έπειτα από το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή capital controls, «πολλοί εργοδότες οι οποίοι είχαν μείνει πίσω στην πληρωμή των εργαζομένων τους, τους εξέπληξαν ευχάριστα, ψάχνοντας στα χρηματοκιβώτιά τους και δίνοντάς τους μετρητά».
«Λίγες ήταν οι εταιρείες που είχαν προετοιμαστεί για κλειστές τράπεζες και πλήρωσαν με μετρητά τους υπαλλήλους τους» σχολιάζει η Ντάλεϊ και αναφέρει το παράδειγμα του ομίλου εταιρειών Πέτσας Α.Ε., η οποία παράγει από βιοντίζελ μέχρι και βαμβακερά ρούχα, ο οποίος πλήρωσε όλους τους εργαζόμενους, περίπου 130 άτομα, σε μετρητά. «Δεν θέλαμε να τους κάνουμε να περιμένουν στις ουρές για ώρες για να πάρουν 60 ευρώ» είπε ο διευθυντής της εταιρείας Βασίλης Πέτσας στους New York Times. «Ηταν μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη», δήλωσε η 23χρονη εργαζόμενη Ευφροσύνη Μαλάμου.