Αρκετοί είναι αυτοί που εισηγούνται πως ο καλύτερος τρόπος για να εξηγήσει κανείς την ελληνική κρίση χρέους είναι να υιοθετήσει τη θεωρία των παιγνίων. Τώρα, όμως, φαίνεται πως η ελληνική κυβέρνηση κάνει την έσχατη δημόσια κίνησή της.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αναφέρει ο Τζον Κουίγκιν στον Guardian είναι προφανές πως δίνει το δικαίωμα στον ΣΥΡΙΖΑ να μην ξεπεράσει τις κόκκινες γραμμές του και μέσα από διάφορες παραμέτρους να εξοικονομήσει ένα συμβιβασμό.
Από την άλλη πλευρά, αυτή της Τρόικας, οι επιλογές, πλέον, κινούνται εν μέσω αβεβαιότητας – επομένως, θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα σε μια «ασφαλή» επιλογή και σε «επικίνδυνη» επιλογή. Η πρώτη έχει να κάνει με ένα συμβιβασμό που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να κερδίσει την περιβόητη διαγραφή χρέους, ενώ η δεύτερη έχει να κάνει με την επιλογή να αφήσουν οι εταίροι την Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρωπαϊκό σκηνικό και κατά συνέπεια από το ευρώ.
Τα πιθανά σενάρια, όπως αναφέρει το άρθρο, εξαρτώνται, με τη σειρά του από μια σειρά αβεβαιοτήτων:
Αν η ελληνική οικονομία καταρρεύσει, τότε οι ψηφοφόροι μπορεί να εκφράσουν τη λύπη τους για την επιλογή τους, να ρίξουν την κυβέρνηση και να αναζητήσουν μια άλλη λύση
Μπορεί, όμως, η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη να δημιουργήσει ευρύτερη οικονομική κρίση. Από ευρωπαϊκής άποψης, κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν κρίνονται επιθυμητά.
Κι αν τα καταφέρει;
Υπάρχει πάντα ο «κίνδυνος», η Ελλάδα να καταφέρει εκτός της Ευρωζώνης, κάτι που θα κάνει τα πλάνα λιτότητας να μοιάζουν αναχρονιστικά. Ή, μπορεί, μαζί με την έξοδο της Μ. Βρετανίας, το ευρωπαϊκό εγχείρημα να μην υπάρχει πια.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εξακολουθούν να πιστεύουν ακράδαντα πως δεν θα υπάρξει νέα οικονομική κρίση και ότι η μόνη αποδεκτή γι' αυτούς λύση είναι να αποτύχει η ελληνική οικονομία, η χώρα να μείνει στο ευρώ και να υπάρξει λιτότητα.
Ο δημοσιογράφος, ωστόσο, επιμένει πως η μόνη ορθή και λογική εκδοχή των πραγμάτων πρέπει να περιλαμβάνει διαγραφή χρέους. Ακόμη και αν ο θεσμικός ορθολογισμός δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον ατομικό. Κάπως έτσι, διακυβεύεται η καριέρα του Γιούνκερ και της Λαγκάρντ, αλλά -γιατί όχι;- και της Μέρκελ. Έτσι, ενδέχεται να προτιμήσουν τη θεσμική αποτυχία, από την ατομική τους.
Για να καταλήξει πως όλος ο κόσμος βλέπει πλέον την πλήρη αποτυχία της ευρωπαϊκής λιτότητας και την απειλή μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. «Όσο πιο γρήγορα εγκαταλειφθεί η αυταπάτη, τόσο πιο γρήγορα θα είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί η πραγματική πηγή του προβλήματος: η επισφαλής και μη βιώσιμη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα.