«Θα σκεφτόμουν να δώσω τέλος στη ζωή μου εάν γινόμουν βάρος στους άλλους και δεν είχα τίποτε άλλο να προσφέρω», δήλωσε ο Στίβεν Χόκινγκ σε μια συνέντευξή στο BBC.
«Το να κρατάς κάποιον στη ζωή παρά τη θέλησή του είναι η ύψιστη αναξιοπρέπεια», δήλωσε ο Χόκινγκ και πρόσθεσε: «θα σκεφτόμουν μια υποβοηθούμενη αυτοκτονία μόνο εάν πονούσα πολύ ή ένιωθα ότι δεν έχω τίποτε περισσότερο να προσφέρω και ήμουν απλώς ένα βάρος στους ανθρώπους γύρω μου».
Δεν είναι πάντως πρώτη φορά που ο Χόκινγκ εκφράζει την υποστήριξή του σχετικά με το θέμα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Το 2014 αποκάλυψε σε μια άλλη συνέντευξή του ότι είχε επιχειρήσει να πεθάνει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 μετά από μία επέμβαση τραχειοστομίας. «Επιχείρησα να αυτοκτονήσω, προσπαθώντας να μην αναπνέω. Ωστόσο, το αντανακλαστικό της αναπνοής είναι πιο δυνατό», είχε δηλώσει τότε.
Παρόλα αυτά εξήγησε ότι δεν έχει κανέναν ακόμη σκοπό να αποχωρήσει από αυτόν τον κόσμο λέγοντας «θα νιώσω καταδικασμένος αν είναι να πεθάνω πριν καταφέρω να εξηγήσω το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος».
Ο καθηγητής Χόκινγκ πάσχει από μία σπάνια ασθένεια του νευρικού συστήματος που με το πέρασμα των δεκαετιών τον έχει παραλύσει σταδιακά. Δήλωσε πως του λείπει που δεν μπορούσε να παίξει με τα παιδιά του όταν ήταν μικρά, ενώ έχει πει ότι η ασθένειά του τον έχει κάνει να νιώσει πολύ απομονωμένος. «Νιώθω μόνος, συχνά οι άνθρωποι φοβούνται να μου μιλήσουν ή δεν με περιμένουν να γράψω μια απάντηση» δήλωσε.
«Είμαι ντροπαλός και κουρασμένος κάποιες φορές. Δυσκολεύομαι να μιλήσω σε ανθρώπους που δε γνωρίζω», είπε ο καθηγητής.
Οταν διαγνώστηκε στα 21 του με την ασθένεια Lou Gehrig, οι γιατροί του έδιναν 2 χρόνια ζωής, ενώ μόνο το 5% των ανθρώπων με αυτή την αρρώστια ζουν πάνω από μία δεκαετία μετά τη διάγνωση. Ο Στήβεν Χόκινγκ είναι σήμερα 73 χρονών.