Σύμφωνα με τη Frankfurter Allgemeine Zeitung η τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε στην πενταμερή του Βερολίνου, μπορεί να στοιχίσει πολύ ακριβά στους ευρωπαίους εταίρους.
Η αιτία επικεντρώνεται κυρίως στο ΔΝΤ και στην εμμονή της επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ να αποχωρήσει εντελώς από τους θεσμούς, γιατί δεν είναι διατεθειμένη να παραβιάσει το καταστατικό του Ταμείου αποδεσμεύοντας κι άλλα δάνεια προς μια χώρα που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της. Από καιρό είναι σαφές ότι ισοδυναμεί με αυταπάτη το να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει 3% πρωτογενές πλεόνασμα για το 2015 και 4,5% για το 2016 και το 2017. Στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου οι δανειστές έδωσαν μεν περιθώρια κινήσεων για τους δημοσιονομικούς της στόχους αλλά ποτέ δεν προσδιόρισαν τι ακριβώς σημαίνει. Η έλλειψη αυτή προκάλεσε τριβές ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Μείωση πρωτογενούς πλεονάσματος
Στη συνάντηση του Βερολίνου οι Γιούνκερ και Ντράγκι πίεσαν, και φαίνεται ότι τα κατάφεραν να πείσουν τους υπόλοιπους εταίρους, να ενδώσουν στο ελληνικό αίτημα για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η Κριστίν Λαγκάρντ διαφώνησε υπενθυμίζοντας ότι εάν μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να μειωθεί και το δημόσιο χρέος που φτάνει το 180% με αποτέλεσμα η Ελλάδα μεσοπρόθεσμα να μην μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της.
Οι ενστάσεις του ΔΝΤ
Οι ενστάσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ κάμφθηκαν μετά από τη διαβεβαίωση ότι οι χώρες του ευρώ θα αναλάβουν το οικονομικό κόστος σε περίπτωση που το ελληνικό χρέος δεν μειωθεί από το 180% που είναι σήμερα. Μεσοπρόθεσμα η διαβεβαίωση αυτή δεν αποτελεί πρόβλημα, γιατί τα δάνεια από το EFSF έχουν μακρά περίοδο αποπληρωμής και τόκους σχεδόν μηδενικούς. Παρόλα αυτά το ελληνικό αίτημα για αναδιάρθρωση του χρέους γίνεται όλο και πιο επίκαιρο, και ίσως αναπόφευκτο, όσο μειώνεται το πρωτογενές πλεόνασμα. Και οι αναλυτές προβλέπουν ότι αργά ή γρήγορα, θα γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που θα επωμιστούν τελικά οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιτίθεται σθεναρά σε αυτό το ενδεχόμενο.
Πηγή: Deutsche Welle