Ο Νίκος Μπίστης μπήκε να φάει ένα παγωτό στο Παλιό Φάληρο και βρέθηκε μπροστά σε έναν παγωτατζή που του εξήγησε γιατί είναι με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Η ιστορία είναι πραγματική και ο Νίκος Μπίστης την ανέβασε στο protagon.gr, με τίτλο «Τελευταία, αλλά πεθαίνει»:
Περί ελπίδας ο λόγος. Ακούστε μια πραγματική ιστοριούλα. Την περασμένη βδομάδα ένα μεσημέρι αν και Νεοφαληριώτης βρέθηκα για φαγητό στο Παλιό Φάληρο. Αφού τέλειωσα κατέβηκα την Αγίου Αλεξάνδρου με τα πόδια. Στα αριστερά το μάτι μου πήρε ένα κατάστημα που διαφήμιζε το προϊόν του ως εξής: «Ίσως το καλύτερο παγωτό καϊμάκι στην Αθήνα». Αν έλεγε σκέτα «το καλύτερο», θα προσπερνούσα, αυτό όμως το «ίσως» με τράβηξε. Μου αρέσουν γενικά οι άνθρωποι που αμφιβάλλουν. Μου αρέσει και το καϊμάκι, μπήκα μέσα. Έψαξα για τον άνθρωπο. Πουθενά. Τελικά τον εντόπισα. Είχε ξαπλώσει σε μια καρέκλα, τα χέρια του πίσω από τον σβέρκο και είχε πάρει έναν υπνάκο. Στάθηκα μπροστά του, ο πάγκος ανάμεσά μας και άρχισα να κάνω μικροθορύβους, λίγο βήχα, «κύριε, παρακαλώ». Με τα πολλά ξύπνησε και με κοίταξε. Σαν να μου φάνηκε λίγο τρομαγμένος, σαν να άκουσα ένα «ωχ». Όταν πετάγεσαι από τον ύπνο τρομάζεις μια στάλα, σκέφτηκα. Αμ δε. Εγώ ήμουν το σκιάχτρο. Εκεί που έβαζε το καϊμάκι στο κουτί, μου το πέταξε:
- Εγώ πάντως, σύντροφε, είμαι με τον Λαφαζάνη
- Κανείς δεν είναι τέλειος, του είπα. Χαμογέλασε σαν σινεφίλ που κατάλαβε.
- Και μην νομίζεις οτι ήμουν μαζί τους. Με το εσωτερικό ήμουν χρόνια
- Και πώς σου ήρθε αυτό με τον Λαφαζάνη;
- Κοίτα, δουλεύω σαν σκυλί τόσα χρόνια. Δεν έχω χρόνο ούτε να ξαποστάσω, με βρήκες να κοιμάμαι. Και χρωστάω τριάντα χιλιάδες ευρώ. Μου λες πώς γίνεται;
- Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις. Αλλά τι νομίζεις, ότι θα στα χαρίσει ο Λαφαζάνης;
- Πάντως, έχω μια ελπίδα
Πιάσαμε μια φιλική συζήτηση. Λίγο τα πολιτικά, λίγο η δουλειά. Και εκεί του ξέφυγε:
«Μήνες τώρα δεν πάει καλά η δουλειά. Και να σκεφτείς ότι τέλος δεκατρία αρχές δεκατέσσερα είχε αρχίσει να στρώνει κάπως...».
Όρθιος ήμουνα αλλα πετάχτηκα ακόμα πιο πάνω. «Για ξαναπέστο αυτό το τελευταίο».
«Γιατί;»
«Γιατί μόλις μου είπες ότι έβγαλες τα μάτια σου. Ότι η δουλειά σου είχε αρχίσει να στρώνει, που είναι όρος για να ορθοποδήσεις και να πληρώσεις τα χρέη σου και από τις ευρωεκλογές και μετά με την ψήφο σου μας πήρε η κάτω βόλτα. Λυπάμαι που στο λέω αλλά τωρα και δουλειά δεν έχεις και το χρέος συνεχίζεις να έχεις».
Η αντίδραση του ήταν ήπια, ανθρώπου που δεν άκουγε πρώτη φορα την επιχειρηματολογία μου. Σε κάθε περίπτωση τον απασχολούσε.
«Ελπίζω να έχεις εσύ δίκιο και εγώ άδικο». Χωρίσαμε φιλικά με την «απειλή» μου ότι θα περνάω να αγοράζω παγωτό μέχρι να τα βρούμε.
Το δράμα της χώρας και της Δημοκρατίας σε πέντε λεπτά. Ο άνθρωπος ήταν λογικός και καθόλου ακραίος. Είμαι φυσιογνωμιστής και από τη σύντομη συζήτησή μας κόβω το κεφάλι μου ότι το όνομα του Λαφαζάνη μου το έριξε περισσότερο για να με τσιγκλήσει. Δεν ήταν από αυτούς που θα ψήφιζαν Κωνσταντοπούλου, Ραχήλ Μακρή, Μιχελογιαννάκη (όλοι πρώτοι βέβαια στις περιφέρειές τους, για να μην ξεχνιόμαστε) και άλλους της συνομοταξίας, γραφικούς και μη. ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν, διάολε, κάτι θα είχε μείνει μέσα του για να μην προχωρήσει στον αυτοεξευτελισμό μιας τέτοιας επιλογής. Σε τελευταία όμως ανάλυση, όλες οι ψήφοι και οι λογικές και οι παράλογες και οι απελπισμένες και οι ελπίζουσες αθροίστηκαν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ και συνδιαμόρφωσαν τη σουρεαλιστική πραγματικότητα που βιώνουμε. Αυτό το «δεν υπάρχει» που όλο και πιο συχνά συναντάμε ως αντίδραση.
Πόσους σαν τον φίλο με το εξαίρετο (η αλήθεια να λέγεται) καϊμάκι δεν συναντάμε στον στενό μας περίγυρο. Πόσους ανθρώπους νομίζαμε ότι γνωρίζουμε και τώρα δεν τους αναγνωρίζουμε; Άλλος για τις 100 δόσεις, άλλος γιατί δεν μπορούσε τον Σαμαρά (που ήταν αντιμνημονιακός και μετά έγινε μνημονιακός) άλλος γιατί δεν μπορούσε τον Βενιζέλο (που είναι καλός αλλά δεν τον θέλουμε), άλλος γιατί προσβλήθηκε από νεολαγνεία. Νέος να 'ναι και ότι να ΄ναι. Άλλος γιατί μπέρδεψε την ηθική με την ηθικολογία. Και όλοι μαζί γιατί έκλεισαν τα μάτια τους μπροστά στο κύριο: ότι η κατάσταση τέλη δεκατρία, αρχές δεκατέσσερα είχε αρχίσει να στρώνει.
Και όλοι αυτοί μαζί, έφεραν την απατηλή ελπίδα. Την ελπίδα για το θαύμα. Το θαύμα που θα εξαφανίσει το χρέος των τριάντα χιλιάδων του φίλου, την ώρα που η θαυματουργή επιτροπή της κυρίας Κωνσταντοπούλου θα εξαφάνιζε το επονείδιστο χρέος της χώρας. Το θαύμα της εξαφάνισης του ΕΝΦΙΑ, της μείωσης του ΦΠΑ, της διατήρησης των επικουρικών συντάξεων, εκεί που ένας Στρατούλης και ένας Ρωμανιάς τις θέλουν. Επειδή όμως το τελευταίο καταγεγραμμένο (καίτοι σφόδρα αμφισβητούμενο και αυτό) θαύμα έγινε από τον Ιησού του Ναυή έξω από τα τείχη της Ιεριχούς, όλοι αναγκάζονται σιγά-σιγά να επιστρέψουν στη σκληρή πραγματικότητα. Όταν πεθάνει η απατηλή ελπίδα, τότε ίσως να ξαναβρούμε τους φίλους μας.