«Οι Αποκλεισμένοι» είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που παρουσιάζει μια μικρή κοινωνία η οποία ζει αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο πέντε μήνες τον χρόνο.
Την περίοδο της απομόνωσης στο νησί επικρατούν τα οικονομικά προβλήματα, η ανεργία, η απαισιοδοξία, η διαφθορά, η εγκληματικότητα, ο ρατσισμός. Οι κάτοικοι νιώθουν εγκλωβισμένοι, τρώγονται με τα ρούχα τους, μισούν ο ένας τον άλλο. «Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις οφείλεται καθαρά σε προσωπική επινόηση και ουδεμία σχέση έχει με όσα πραγματικά συμβαίνουν στη χώρα…» σημειώνει η Μαρία Σούμπερτ στο τέλος της ιστορίας. Επικοινωνήσαμε με τη συγγραφέα και την ρωτήσαμε για το νέο της βιβλίο, την κρίση, τη συγγραφή, τα βιβλία γενικότερα.
«Οι Αποκλεισμένοι ή Το σύστημα των μυρμηγκιών» είναι το πέμπτο μυθιστόρημα που γράφετε. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό. Τι ακριβώς (ή περίπου) συμβαίνει στις 394 σελίδες του βιβλίου;
Σε ένα νησί του Ιονίου, την ύπαρξη του οποίου αγνοεί η πλειοψηφία του κόσμου, κληροδοτείται μια βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη αυτή σε συνδυασμό με τον πεντάμηνο αποκλεισμό που υφίσταται το νησί κάθε χειμώνα, θα προκαλέσουν μια σειρά “ατυχημάτων”, αλλά και θα αναδείξουν τις συμπεριφορές και τους χαρακτήρες των κατοίκων του νησιού. Χωρίς να το έχω σχεδιάσει εκ των προτέρων «Οι Αποκλεισμένοι» κατέληξαν να είναι μια μικρογραφία του πως βλέπω την Ελλάδα σήμερα, αλλά και του πως μπορεί μια πράξη πολιτισμού (στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανάγνωση βιβλίων) να αλλάξει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Η έκδοση του βιβλίου πώς προέκυψε; Λένε πως μια από τις αρετές του συγγραφέα είναι να ξέρει να περιμένει. Αλήθεια, ήταν δύσκολο να βρείτε εκδότη; Είναι πιο εύκολο να βρει εκδότη κάποιος που έχει ήδη εκδώσει λογοτεχνικό έργο; Σας ρωτάω επειδή το κάθε βιβλίο σας έχει τη σφραγίδα διαφορετικού εκδότη. Είναι τυχαίο ή πρόκειται για δική σας επιλογή;
«Οι Αποκλεισμένοι» είναι από τα βιβλία που με ενδιέφερε εξαρχής να εκδοθεί. Όλα τα βιβλία μου με ενδιαφέρει να εκδοθούν –κυρίως γιατί θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες αυτό που εμένα μου δημιούργησε τόσο ενθουσιασμό στην γραφή του. Από εκεί κι έπειτα η διαδρομή που κάνει ένα βιβλίο μέχρι να βρει τον εκδότη του, μπορεί να είναι μεγάλη. Οι «Αποκλεισμένοι» γράφτηκαν το καλοκαίρι του 2012 και εκδόθηκαν τώρα. Η αλήθεια είναι πως κανένα βιβλίο μου δεν έχει βγει από τον ίδιο εκδότη, κάτι που οφείλεται μερικές φορές σε δική μου επιλογή, άλλες φορές στους εκδότες. Δεν μπορώ να πω πως «φταίει» κάποιος για αυτό, απλώς τυχαίνει.
Πώς γράψατε τους «Αποκλεισμένους»; Πώς ξεκινήσατε; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε; Μια έμπνευση της στιγμής; Μια κεντρική ιδέα; Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε το μυθιστόρημα;
Η ιδέα να συνδυαστεί μια βιβλιοθήκη με έναν απομονωμένο τόπο και το τι θα συμβεί από εκεί και στο εξής υπήρχε πολλά χρόνια στο μυαλό μου. Γεννήθηκε ένα βράδυ, την ώρα μιας συζήτησης, πάνω από μια μακαρονάδα. Από τότε πέρασε πολύς καιρός μέχρι να ωριμάσει η ιδέα, να γίνει εικόνες και στη συνέχεια να μου δώσει την αφορμή να αρχίσω να γράφω. Έγιναν κάποιες πρώτες σκιαγραφήσεις που δεν με ικανοποιούσαν και τελικά το καλοκαίρι του 2012 ωρίμασε η στιγμή για να αρχίσω να γράφω. Η πρώτη γραφή συνήθως γίνεται πολύ γρήγορα, αλλά περνάνε μήνες μέχρι να τελειώσω με τις διορθώσεις, τη δεύτερη και τρίτη γραφή.
Πολλοί συγγραφείς λένε ότι όταν ξεκινούν να γράψουν, γνωρίζουν την αρχή και το τέλος της ιστορίας, συχνά και τον τίτλο του βιβλίου. Ισχύει κάτι τέτοιο στη δική σας περίπτωση;
Συνήθως μου έρχεται μια κεντρική ιδέα ή ένας τίτλος. Σίγουρα συμβάλλω στην έναρξη της ιστορίας, αλλά μετά δεν έχω ιδέα για το τι θα συμβεί. Δεν θέλω να καθοδηγώ την ιστορία και τους ήρωες, παίρνουν μόνοι τους ζωή και αποφασίζουν οι ίδιοι τι θα κάνουν και πως. Δεν έχω καμία ευθύνη για το τέλος της ιστορίας. Στους «Αποκλεισμένους» ο τίτλος ήρθε πολύ αργότερα, λίγο πριν εκδοθεί το βιβλίο. Ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που δεν μπορούσα να βρω τίτλο σε βιβλίο μου και χρειάστηκε πολύ συζήτηση, προτάσεις και ιδέες για να καταλήξω στον συγκεκριμένο.
Πείτε μας λίγα λόγια για τους ήρωες του βιβλίου σας. Ο Θεωνάς, οι κληρονόμοι, ο δήμαρχος, η Ελένη, ο Βάιος, η Λίνα, η σιωπηλή γριά Αγγιολίνα. Ποιοι είναι; Τι κάνουν; Οι περισσότεροι ζουν στο Αχλαδονήσι και αντιμετωπίζουν τον δύσκολο χειμώνα και τον αποκλεισμό. Η επαφή με τα βιβλία τι επιπτώσεις θα έχει στις ζωές τους;
Οι ήρωες του βιβλίου είναι όλοι αναπόσπαστο κομμάτι του νησιού. Χωρίς αυτούς η Αχλαδόνησος θα ήταν ένα άλλο νησί, με άλλο σχήμα και άλλο όνομα. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που δίνουν ζωή στον τόπο, που επηρεάζονται από αυτόν και διαμορφώνουν από αυτόν την δική τους ταυτότητα. Είναι τα πρόσωπα αναφοράς, εξουσίας, οι αρχετυπικές μορφές που ανακαλύπτει κανείς σε κάθε τόπο. Είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα, περίπλοκοι και απλοί, επιφανειακοί και πολυεπίπεδοι, όπως όλοι μας. Στην επαφή τους με τα βιβλία δημιουργούνται γκροτέσκες καταστάσεις, άλλες τραβηγμένες από τα μαλλιά και άλλες πιο αναμενόμενες, σίγουρα όμως δοσμένες με χιούμορ. Αν περιμένει κανείς την αληθοφανή και λογική εξέλιξη σε μια τέτοια ιστορία, δεν θα την βρει.
Το Αχλαδονήσι φαίνεται να είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας στα χρόνια της κρίσης: αποκλεισμός, οικονομικά προβλήματα, διαφθορά, ανεργία, ρατσισμός, διχόνοιες, απαισιοδοξία. Η στροφή προς τα βιβλία και τον πολιτισμό μπορεί να είναι η διέξοδος από την κρίση που αντιμετωπίζουμε εδώ και μια πενταετία;
Η στροφή στον πολιτισμό γενικότερα είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν πολλά από τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Η δημιουργικότητα γενικότερα εφόσον καλλιεργηθεί μέσα μας αποτελεί διέξοδο από την κρίση –συμβολική ή πραγματική-, αλλά μας κάνει περισσότερο σκεπτικούς απέναντι σε φαινόμενα ρατσισμού, διαφθοράς και απέναντι σε κάθε είδους αποκλεισμού.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κάπου, κάπως κρύβεται ο συγγραφέας. Φανερωθείτε, παρακαλώ. Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση από τους «Αποκλεισμένους»;
Προσπάθησα να μην «υπάρχω» πολύ σε αυτό το βιβλίο. Σίγουρα έχουν στοιχεία του χαρακτήρα μου ή απωθημένα μου ο Βάιος και η Ελένη, αλλά θέλησα να προσεγγίσω κάθε ήρωα ουδέτερα, να μην πω εγώ ποιοι είναι καλοί και ποιοι κακοί, ποιοι πρέπει να γίνουν συμπαθείς και ποιοι όχι. Για τον λόγο αυτό, η αγαπημένη μου φράση από το βιβλίο δεν είναι δική μου, αλλά του Καμύ από τα «Σημειωματάριά» του: «Υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα για να θαυμάσεις, παρά να περιφρονήσεις» .
Όλοι οι συγγραφείς αγαπούν τα βιβλία. Και μερικά τα αγαπάνε περισσότερο από άλλα. Ωστόσο υπάρχει κάποιο βιβλίο που ξεχωρίζετε; Θα μας πείτε τι το ξεχωριστό έχει για εσάς;
Είναι πολλά τα βιβλία που έχουν ξεχωριστή σημασία για εμένα. Της Ζατέλη «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», του Μάρκες «Εκατό χρόνια μοναξιά», του Καμύ «Ο πρώτος άνθρωπος», του Γκρας «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι». Τα βιβλία αυτά με έχουν αγγίξει ιδιαίτερα, κυρίως γιατί εκτός από την αίσθηση της ιστορίας και την αφήγηση, ήταν βιβλία που για εμένα είχαν χρώμα –το χρώμα της άμμου είχαν της Ζατέλη, του Μάρκες και του Καμύ και λευκό του χιονιού του Γκρας. Μόνο μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να κινητοποιήσουν και τις υπόλοιπες αισθήσεις με τα βιβλία τους.
Πώς επιλέγετε τα βιβλία που διαβάζετε; Ακολουθείτε συγκεκριμένους συγγραφείς; Συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας; Μπαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο και αποφασίζετε εκείνη τη στιγμή; Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσετε;
Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο είδος βιβλίων που διαβάζω. Μου αρέσει να περνάω από την κλασική λογοτεχνία, στη σύγχρονη, στην πιο εμπορική, στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Άλλωστε όλα είναι κομμάτι των καιρών μας, μέρος της σύγχρονης σκέψης και χωρίς αυτά δεν μπορείς να έχεις πλήρη αίσθηση του σήμερα. Είμαι πολύ αντίθετη στους αποκλεισμούς και τους αφορισμούς συγγραφέων και καλλιτεχνών. Θέλω να διαβάσω κάτι και αν δεν μου αρέσει δεν θα το ξαναδιαβάσω. Αλλά θα έχω διαμορφώσει προσωπική άποψη για αυτό. Αυτή την περίοδο με περιμένει εδώ και δύο μήνες στο κομοδίνο ο «Άγγελος θανάτου» της Καμίλα Λακμπεργκ, αλλά για προσωπικούς λόγους δεν έχω καταφέρει να το διαβάσω ακόμα.
Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα γράψετε;
Δεν έχω ιδέα. Προς το παρόν παρακολουθώ σαν περήφανη μάνα τους «Αποκλεισμένους» να κάνουν τα δικά τους βήματα στον κόσμο του βιβλίου.