«Ισως, σε τελευταία ανάλυση, να μην κάνει για υπουργός» λέει μεταξύ άλλων ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής Στέφανος Κασιμάτης, γνωστός και ως Φαληρεύς, απαντώντας στο non paper που εξέδωσε χθες το υπουργείο Παιδείας, με αφορμή το τελευταίο του άρθρο.
Με αριστοτεχνικό τρόπο χτίζει και κορυφώνει την απάντησή του ο Φαληρεύς, μετά το χθεσινό non paper του υπουργείου με εκφράσεις ασυνήθιστες σε τέτοιου είδους ενημερώσεις. Στην στήλη σήμερα δημοσιεύεται το κείμενο του υπουργείου και ακολουθεί το εξής σχόλιο:
«Κατ’ αρχάς, εκπλήσσομαι και λυπάμαι που διαπιστώνω ότι το σχόλιο έθιξε τον υπουργό όσο δείχνει η απάντησή του. Εξακολουθώ, βέβαια, να έχω ίδιες εντυπώσεις από την προσωπικότητά του –στον βαθμό κατά τον οποίο την παρουσίασε η συνέντευξη–, αλλά δεν φανταζόμουν ότι ένας άνθρωπος με τέτοια προσήλωση στην ιδεολογία του, τέτοια βαθιά βεβαιότητα στην ορθότητα των απόψεών του, θα έδειχνε ταυτόχρονα παρόμοια έλλειψη αυτοπεποίθησης! Αλλά ας μην επιμείνω στα προσωπικά, διότι ο κ. Μπαλτάς θίγεται με το παραμικρό. Επί της ουσίας, τώρα, ο υπουργός έχει άδικο όταν μου καταλογίζει ότι συνάγω συμπεράσματα από μεμονωμένες φράσεις του. Η επίμαχη φράση του, «δεν έχει νόημα για μας η μέτρηση του κόπου», στο κείμενο χρησιμοποιείται από πλευράς μου ενδεικτικά. Από τον ίδιο, όμως, στη συνέντευξη χρησιμοποιείται παραπειστικά, ίσως για τον λόγο ότι, ως έξυπνος άνθρωπος, ξέρει ότι έχει άδικο όταν υποστηρίζει ότι οι πιστωτικές μονάδες του ευρωπαϊκού συστήματος της Μπολόνια αντιστοιχούν στις διδακτικές που καθιερώνει το σύστημα Μπαλτά. Πράγματι, ο κόπος δεν μετρείται.
Ο «φόρτος εργασίας», όμως, μπορεί να υπολογίζεται θαυμάσια, εφόσον οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια προσδιορίζονται εκ των προτέρων και έχουν συγκεκριμένη μορφή, όπως π.χ. είναι οι εργασίες των φοιτητών. Οταν ο υπουργός, λοιπόν, αναφέρεται σε «μέτρηση του κόπου», δεν βοηθάει να γίνει κατανοητή η διαφορά, αλλά μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα. Υποθέτω ότι η επιλογή του είναι σκόπιμη, διότι αφού καταφεύγει σε ρητορικά τεχνάσματα για αφελείς, μάλλον στερείται σοβαρότερων επιχειρημάτων τα οποία θα μπορούν να πείσουν έναν τρίτο ότι η διδακτική μονάδα είναι το ίδιο με την πιστωτική. Τότε όμως γιατί αυτό το τρομακτικό πείσμα εκ μέρους του; Ποιος είναι ο σκοπός της αλλαγής που φέρνει, αν δεν μπορεί να καταδείξει τη χρησιμότητά της με τρόπο σαφή και κατανοητό στους περισσότερους; Πολύ απλά, δεν υπάρχει καμία χρησιμότητα. Η υιοθέτηση της διδακτικής μονάδας είναι το ίδιο παράλογη όπως, προπολεμικά, η επιλογή των μπολσεβίκων να κάνουν τις ράγες των τρένων στη Σοβιετία διαφορετικές (η μεταξύ τους απόσταση ήταν μικρότερη) από της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ομως, όσο και αν δεν έχει χρησιμότητα η ρύθμιση, έχει σκοπό και είναι αποκλειστικά ιδεολογικός. Είναι μια αλλαγή που υπαγορεύουν οι ιδεολογικές εμμονές του υπουργού και η εχθρότητά του προς τη σημερινή Ευρώπη. Είναι μια άχρηστη διαφοροποίηση, που θέτει το σύστημα της ανωτάτης παιδείας στην Ελλάδα εκτός Ευρώπης και ενδέχεται να το οδηγήσει ακόμη και στην απομόνωση, αν αποδειχθεί εμπόδιο για τη μετακίνηση Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό μέσω του προγράμματος Erasmus.
Από την εικόνα του ανθρώπου που είδαμε στην τηλεοπτική συνέντευξη, από τις υπεκφυγές και τα παραπειστικά τεχνάσματα που χρησιμοποίησε, εικάζω ότι ο υπουργός ζορίζεται πολύ προσπαθώντας να ισορροπήσει την πραγματικότητα της παιδείας με τις ιδεολογικές του νευρώσεις. Ισως, σε τελευταία ανάλυση, να μην κάνει για υπουργός. Δεν είναι ντροπή να το αναγνωρίσει. Στην πραγματική ζωή, δεν κάνουμε όλοι για όλα ― μόνο στις σοσιαλιστικής εμπνεύσεως ουτοπίες μπορεί να συμβαίνει αυτό. Αλλά αυτό ακριβώς φαίνεται ότι είναι το πρόβλημα του Αριστείδη Μπαλτά».