Εδώ και καιρό η ελληνική κυβέρνηση λέει σε όλους τους τόνους πω ς δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις «κόκκινες» γραμμές που έχει θέσει σε μια σειρά ζητημάτων. Ο αρθρογράφος του Forbes, Tim Worstall, γράφει γι' αυτές τις «κόκκινες» γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ.
«Ελπίζαμε όλοι ότι οι εντατικές διαπραγματεύσεις μέσα στο Σαββατοκύριακο θα παρήγαγαν κάποια πρόοδο στο ελληνικό αδιέξοδο, αλλά αν πιστέψουμε όλα τα τελευταία δημοσιεύματα, τίποτα δεν συνέβη. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ακόμη στις ίδιες κόκκινες γραμμές και τις οποίες δεν θέλει να υπερβεί, όπως αναφέρει εδώ και τρεις μήνες. Και αυτές είναι οι ίδιες κόκκινες γραμμές που οι δανειστές ζητούν να ξεπεραστούν. Ειδικότερα, η ελληνική πλευρά επιμένουν ότι το κράτος πρόνοιας πρέπει να γίνει πιο γενναιόδωρο, κάτι που οι δανειστές απορρίπτουν εντελώς», αναφέρει το άρθρο.
Πιέζουν για μεταρρυθμίσεις
Κατά τον αρθρογράφο, το Eurogroup και το ΔΝΤ βλέπουν τη δύσκολη κατάσταση της Ελλάδας ως μια ευκαιρία για να προωθήσουν κάποιες αναγκαίες μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι μόνο το θέμα του μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος έτσι ώστε να μπορεί η Ελλάδα να αποπληρώνει το χρέος της. Σκέφτονται ακόμη ότι μια σειρά βασικών μεταρρυθμίσεων όπως στην αγορά εργασίας, θα ήταν επιθυμητές. Επιθυμητές έως το σημείο ότι θα είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν την ανάγκη για μετρητά έτσι ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία και να επιμείνουν στον τρόπο λήψης τους.
«Αυτό ίσως να είναι δίκαιο και δικαιολογημένος κατά μία έννοια – μπορεί και όχι. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι εκείνες που δεν θέλει να πραγματοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι Ευρωπαίοι Αριστεροί φωνάζουν για τη δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας και αυτό το επιχείρημα. Επομένως, δημοκρατία σημαίνει ότι πρέπει να τους επιτραπεί να κάνουν αυτό που θέλουν. Όμως, δημοκρατία δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα κάνει ό,τι θέλει με τα χρήματα των άλλων. Γιατί κάπως έτσι θα γίνει», συνεχίζει ο Worstall.
Οι κόκκινες γραμμές
Τη στιγμή που οι δανειστές ζητούν αναστροφή της πορείας, ο ΣΥΡΙΖΑ λέει όχι. Πάντως, κόκκινες γραμμές υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Και το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το άρθρο, είναι ό,τι συμβαίνει σε κάποια διαπραγμάτευση.
«Σε μια διαπραγμάτευση, έχεις, τουλάχιστον, την επίγνωση σε ποια πράγματα ο απέναντι θα επιμείνει και σε ποια θα υποχωρήσει. Η τέχνη είναι να καταστήσεις σαφές πως θα πράξεις το ίδιο. Έτσι ώστε να μπορέσεις να βεβαιωθείς ότι προσφέρεις πράγματι αυτό που επιμένουν να έχει η άλλη πλευρά, αλλά και να χρησιμοποιείς την εν λόγω υποχώρηση για να αποκτήσεις ό,τι η άλλη πλευρά δεν έχει πρόβλημα να εγκαταλείψει. Αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνεις είναι να ορθώνεις τις κόκκινες γραμμές σου απέναντι στις κόκκινες γραμμές του άλλου. Αυτό αναμένεται να συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν αμφότερες οι πλευρές εμμείνουν σε αυτό το σημείο, τότε δεν θα υπάρξει συμφωνία».