Έντονη κριτική στις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση ασκεί το Ποτάμι μέσω ανακοίνωσης που εξέδωσε. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως γίνονται χωρίς διαβούλευση και με τη μορφή του κατεπείγοντος.
Αναλυτικά, η ανακοίνωση:
«Η εκ βάθρων αλλαγή δομών και διαδικασιών στην Α’ Βάθμια και Β’ βάθμια
εκπαίδευση έρχεται με την μορφή κατεπείγοντος νομοσχεδίου σήμερα στην
Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στη Βουλή. Χωρίς να αναρτηθεί στην
ηλεκτρονική διαβούλευση (opengov), χωρίς διάλογο με τους φορείς, χωρίς
ντροπή τελικά. Ας δούμε κάποια από αυτά:
Σχετικά με το «κατεπείγον»
Αφού ο Υπουργός θέλησε, ανεπιτυχώς, να μεταρρυθμίσει την Παιδεία
μέσω τροπολογιών στο επείγον σχέδιο νόμου για τη βία στα γήπεδα, τώρα
το επιχειρεί με ένα κατεπείγον νομοσχέδιο. Με άλλα λόγια, επιθυμεί με
μία συνεδρίαση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και μία
συνεδρίαση της Ολομέλειας, μεταξύ πολλών άλλων, να αλλάξει το σύστημα
των Πανελληνίων, να ανατρέψει το σύστημα αξιολόγησης των διευθυντών
και να υποβαθμίσει το θεσμό των πειραματικών και προτύπων σχολείων. Α,
και να επανεγγράψει τους αιώνιους φοιτητές που είχαν διαγραφεί…
Πού έγκειται αλήθεια το κατεπείγον; Οι αλλαγές για τις Πανελλήνιες
Εξετάσεις θα εφαρμοστούν από το επόμενο σχολικό έτος, τα πειραματικά
και πρότυπα σχολεία δεν θα «καταστραφούν» εάν οι διαδικασίες
υποβάθμισής τους αρχίσουν όχι από αυτή την εβδομάδα αλλά σε δύο
εβδομάδες αφού αυτή είναι η «καθυστέρηση» που θα προκληθεί εάν
ακολουθηθεί η κανονική διαδικασία συζήτηση και ψήφισης του σχεδίου
νόμου.
Τι μένει λοιπόν από το κατεπείγον; Μα είναι εξόφθαλμο: η αλλαγή του
καθεστώτος επιλογής των διευθυντών των σχολείων Α’βάθμιας και
Β’βάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν δεσμεύσεις απέναντι στους
συνδικαλιστές –αυτούς που επί δεκαετίες όμνυαν στο όνομα του ΠΑΣΟΚ και
τώρα ομνύουν στο όνομα της «πρώτη φορά αριστερά»- και θέλουν να
κλείσουν τα όποια ρήγματα –δειλά μεν, ρήγματα δε- είχαν επέλθει τα
τελευταία χρόνια στο καθεστώς της αναξιοκρατίας στην Παιδεία και της
κυριαρχίας του συνδικαλισμού. Του συνδικαλισμού που όμως δεν
αντιπροσωπεύει τον απλό δάσκαλο και καθηγητή που δίνει καθημερινά τη
μάχη του μέσα στην τάξη για μια καλύτερη παιδεία, με τους μαθητές και
τους γονείς ως συνεργάτες.
Θα αναρωτηθεί κανείς: μα καλά δεν μπορούσαν να περιμένουν οι
συνδικαλιστές δύο εβδομάδες για να συζητηθεί ομαλά το νομοσχέδιο;. Η
απάντηση είναι όχι: σε αυτές τις δύο εβδομάδες θα έλθουν τα οικονομικά
μαντάτα και αφού η κυβέρνηση δε θα έχει να μοιράσει άρτο, τουλάχιστον
να δρομολογήσει το μοίρασμα οφφικίων στους αρεστούς. Με μέτρα που
αποσαθρώνουν την παιδεία αλλά δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος
–τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα γιατί κάποτε έρχεται η ώρα να πληρωθεί ο
λογαριασμός για κάθε ανόητο μέτρο στο χώρο της παιδείας- προσπαθεί η
κυβέρνηση να εξασφαλίσει την ανοχή των συνδικαλιστών έναντι της
οικονομικής λαίλαπας που έρχεται. Αφήστε δε που μπορεί να γίνουν και
εκλογές οπότε καλό είναι να έχουμε να επιδείξουμε έργο στους ημέτερους
για να καλύψουμε τα κενά στον οικονομικό τομέα.
Και οι προηγούμενες κυβερνήσεις έκαναν κατάχρηση του θεσμού του
κατεπείγοντος αλλά εκείνες, τουλάχιστον, είχαν τη δικαιολογία της
πίεσης των δανειστών. Η παρούσα κυβέρνηση τι έχει; Την πίεση των
συνδικαλιστών;
Το Ποτάμι δεν είναι δυνατόν να συναινέσουμε σε μια τέτοια
διαδικασία. Η Παιδεία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να τη συζητάμε
με διαδικασίες εξπρές χωρίς μελέτη, χωρίς καταγραφή και αξιολόγηση της
υφιστάμενης κατάστασης, χωρίς τη γνώμη αυτών που βιώνουν και
διαμορφώνουν την Παιδεία. Επειδή σεβόμαστε την Παιδεία, επειδή
σεβόμαστε το θεσμό του Κοινοβουλίου, είμαστε υποχρεωμένοι να
καταγγείλουμε τη διαδικασία αυτή που μόνο τιμή δεν περιποιεί σε όσους
την εμπνεύστηκαν και την υλοποιούν.
Αξιολόγηση των «στελεχών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης»
Η βασική επιλογή του νομοθέτη είναι να καταργήσει τη διαδικασία της
συνέντευξης και να εισάγει το κριτήριο –με βαρύτητα 33%- της ψήφου των
εκπαιδευτικών (σύλλογος διδασκόντων) για την ανάδειξη των Διευθυντών.
Ο νομοθέτης απαξιώνει τη διαδικασία της συνέντευξης λέγοντας ότι οι
ικανότητες των κρινόμενων δεν μπορούν να διαπιστωθούν «στη διάρκειας
μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης η οποία στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε κατά
κόρον για την επιλογή «ημετέρων» της εκάστοτε εξουσίας».
Είναι κρίμα στον 21ο αιώνα να απαξιώνεται στη χώρα μας η βασικότερη
διαδικασία επιλογής στελεχών –σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα- που
υπάρχει σε όλο τον κόσμο και μάλιστα στο χώρο της εκπαίδευσης. Όλοι
γνωρίζουμε –και καλύτερα από όλους οι μαθητές μας- ότι ένας
εκπαιδευτικός μπορεί να έχει μια σειρά από τυπικά προσόντα αλλά να
στερείται το βασικότερο προσόν που πρέπει να έχει: την ικανότητα
επικοινωνίας. Και εάν αυτή απαιτείται μια φορά για τον απλό καθηγητή
είναι ακόμη πιο αναγκαία για ένα διευθυντή σχολείου που απευθύνεται σε
όλη τη μαθητική κοινότητα, στο σύνολο των καθηγητών αλλά και των
γονέων. Εάν ο κ. Υπουργός κρίνει ότι υπάρχουν περιθώρια
υποκειμενισμού, μπορεί να προσθέσει δικλείδες ασφαλείας, αν και η
σημερινή διαδικασία έχει ήδη αρκετές, όπως η μαγνητοφώνηση της
συνέντευξης.
Δυστυχώς, ο Υπουργός καταργεί τη διαδικασία της συνέντευξης και
φέρνει τη διαδικασία της εκλογής από το σύλλογο των διδασκόντων,
προσδίδοντας μάλιστα στο κριτήριο αυτό την καθοριστική βαρύτητα του
33%. Με ένα τέτοιο ποσοστό, είναι βέβαιο ότι το καθοριστικό κριτήριο
δε θα είναι τα τυπικά και ουσιαστικά εκπαιδευτικά και διοικητικά
προσόντα των υποψηφίων αλλά το ποιος θα είναι πιο αρεστός στο σύλλογο
των διδασκόντων. Μεταβάλλουμε δηλαδή τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται
να ασκήσουν το λειτούργημα του διευθυντή ενός σχολείου σε κοινούς
υποψηφίους που θα βγουν προς άγρα ψήφων για να εκλεγούν. Έχετε σκεφτεί
αλήθεια ότι οι πιο σοβαροί άνθρωποι δεν θα θέσουν καν υποψηφιότητα;
Πώς θα σταθεί στο σχολείο του ένας διευθυντής που θα έχει περισσότερα
συνολικά μόρια αλλά όχι την πλειοψηφία του συλλόγου;
Θα μπορούσε να διατηρηθεί το σύστημα των συνεντεύξεων από πραγματικά
ανεξάρτητες επιτροπές και να προστεθεί, αλλά με πολύ μικρότερη
βαρύτητα το κριτήριο της ψήφου των διδασκόντων (π.χ. 10%). Με άλλα
λόγια, να μετράει η ψήφος των διδασκόντων όταν οι υποψήφιοι είναι
παρεμφερών προσόντων και τότε πράγματι δεν είναι παράλογο να μετρήσει
και η γνώμη του συλλόγου.
Διατάξεις για πρότυπα και πειραματικά σχολεία
Εάν είχε κανείς την παραμικρή αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την
εκδοχή της αριστεράς που είναι υπέρ του ισοπεδωτισμού, υπέρ της
στασιμότητας και της συντήρησης των ισχυόντων, θα αρκούσαν οι
διατάξεις για τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία για να το αντιληφθεί.
Η βασική αλλαγή του νομοθέτη είναι καταργήσει τις εξετάσεις και να
επαναφέρει την κλήρωση ως κριτήριο για την εισαγωγή των μαθητών στα
σχολεία αυτά. Για να δικαιολογήσει την ιδεολογική του αυτή επιλογή,
που θυμίζει το βαθύ ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του 1980 επικαλείται
το γεγονός ότι μια τάξη που προέρχεται από εξετάσεις δεν είναι
αντιπροσωπευτική της μέσης τάξης και κατά συνέπεια τα όποια
«πειράματα» επιχειρηθεί να γίνουν στα εν λόγω σχολεία θα είναι μη
ρεαλιστικά.
Και ποιος λέει ότι οι καινοτομίες πρέπει, κατά το στάδιο του
σχεδιασμού, να γίνονται στις συνθήκες εκείνες που επιχειρούν να
ανατρέψουν. Τα πειράματα και οι καινοτομίες γίνονται σε κατά το
δυνατόν ιδανικές συνθήκες ώστε να εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα
και στη συνέχεια να γίνει προσπάθεια μεταφοράς τους στις πραγματικές
συνθήκες. Αυτή η αρχή ισχύει σε όλες τους κλάδους της επιστήμης και
βέβαια και στην εκπαίδευση.
Με τη ρύθμιση αυτή, δίνεται πράγματι η ευκαιρία σε μερικές
εκατοντάδες μαθητές που δεν θα μπορούσαν να εισαχθούν με εξετάσεις στα
σχολεία αυτά να γίνουν κοινωνοί των παιδαγωγικών πολιτικών που
ακολουθούνται σε αυτά. Δεν ακούγεται εκ πρώτης όψεως κακό αυτό. Ποιο
είναι όμως το τίμημα: για να ωφεληθούν λίγοι μαθητές και να εισαχθούν
με το τυχαίο κριτήριο της κλήρωσης θα μειωθεί το επίπεδο της
παιδαγωγικής διαδικασίας στα σχολεία αυτά και κατά συνέπεια θα
μειωθούν τα οφέλη για το σύνολο των μαθητών όλης της χώρας που κάποια
στιγμή υποτίθεται θα επωφεληθούν από τα όσα γίνονται πειραματικά στα
σχολεία αυτά.
Ποιος θα ωφεληθεί από την υποβάθμιση αυτή των σχολείων; Μα φυσικά τα
ιδιωτικά σχολεία. Φαίνεται να διαφεύγει από την ηγεσία του Υπουργείου
Παιδείας, ίσως γιατί οι συνδικαλιστές που διοικούν το υπουργείο δεν
μπήκαν στον κόπο να το πουν, ότι τα πειραματικά σχολεία δεν
ανταγωνίζονται τα δημόσια αλλά τα ιδιωτικά. Πλήττοντας τα πειραματικά
σχολεία, ενισχύετε –από άγνοια ελπίζω- τα ιδιωτικά σχολεία αυτά τα
χρόνια, εν μέσω οικονομικής κρίσης, νιώθουν έντονα τον ανταγωνισμό των
πειραματικών σχολείων.
Και κάτι ακόμη: η κατάργηση των εξετάσεων δεν είναι μέτρο κοινωνικής
πρόνοιας. Είναι λάθος να πιστεύετε ότι με τις εξετάσεις θα εισέλθουν
τα παιδιά των πλουσίων ενώ με την κλήρωση τα παιδιά των φτωχών. Η
πραγματικότητα είναι ότι τα παιδιά των φτωχών καταβάλλουν μεγαλύτερη
προσπάθεια και φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα σε ανταγωνιστικές
διαδικασίες γιατί ξέρουν –και αν δεν το ξέρουν, το ξέρουν οι γονείς
τους- ότι στην Ελλάδα η Παιδεία είναι μοχλός κοινωνικής και
οικονομικής ανέλιξης.
ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν… Η «ελπίδα» έρχεται, η παιδεία φεύγει…»