Καμία άλλη γυναίκα, ποτέ δεν χόρεψε όπως αυτή. Το σώμα της ξεπερνούσε κάθε φυσικό νόμο και ο λυρισμός ανέβλυζε από κάθε πόρο. Η σπουδαία, ιδιοσυγκρασιακή, μοναδική Μάγια Πλισέτσκαγια έφυγε το βράδυ του Σαββάτου σε ηλικία 89 ετών (τον Νοέμβριο θα γινόταν 90) στο Μόναχο, προκαλώντας παγκοσμίως κύματα συγκίνησης.
Η καρδιά της απλά σταμάτησε να χτυπά. Ο διευθυντής του θεάτρου Μπαλσόι Βλαντίμιρ Ουρίν δήλωσε για τον θάνατό της πως είναι "μία τεράστια απώλεια, όχι μόνο για τον πολιτισμό της Ρωσίας, αλλά και για όλο τον κόσμο του μπαλέτου".
Υπήρξε το μεγάλο αστέρι, το σύμβολο των μπαλέτων Μπολσόι. Και χόρεψε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χορεύτρια, ακόμη και μετά τα εξήντα της. Χόρεψε στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, έγινε η μούσα χιλιάδων παιδιών που ασχολήθηκε με το μπαλέτο, έγινε η εικόνα μιας τέχνης φτιαγμένης από όνειρο και πειθαρχία.
Η ζωή της ήταν δύσκολη, ήδη από τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Γεννήθηκε το 1925 στη Μόσχα και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε μία αποικία εξόρυξης που διοικούσε ο μηχανικός πατέρας της, στο νησί Σπίτσμπεργκεν, στον νορβηγικό Αρκτικό Κύκλο.Υπό το σταλινικό καθεστώς, η οικογένειά της χαρακτηρίστηκε «εχθρός του λαού». Το 1938 ο πατέρας της εκτελέστηκε ενώ η μητέρα της συνελήφθη και έμεινε αιχμάλωτη σε καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του Καζακστάν. «Οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες με ατέλειωτο πόνο και ταπείνωση» είχε αποκαλύψει το 2001 στην αυτοβιογραφία της.
«Αυτό που την έκανε να ξεπερνάει όλα τα εμπόδια και τους κινδύνους ήταν η αταλάντευτη αποφασιστικότητά της και η άρνησή της να κάνει τα πράγματα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο πλην του δικού της» έγραψε στους Los Angeles Times το 2001 ο κριτικός χορού Ρόμπερτ Γκότλιεμπ.
Η Μάγια Πλισέτσκαγια σπούδασε στη φημισμένη σχολή μπαλέτου της Μόσχας από την ηλικία των εννέα και για πρώτη φορά εμφανίστηκε με τα Μπολσόι στα 11 χρόνια της, στα οποία εντάχθηκε αποκλειστικά από το 1943 και των οποίων έγινε πρίμα μπαλαρίνα το 1960. Υπό τον φόβο ότι μπορεί να αποστατήσει στη Δύση, οι σοβιετικές αρχές είχαν απαγορεύσει στην Πλισέτσκαγια να ταξιδέψει στο εξωτερικό μέχρι το 1959, οπότε ο Νικίτα Χρουστσόφ ήρε την ταξιδιωτική απαγόρευση ως απάντηση στην αυξανόμενη δημοτικότητά της.
Το 1959, συμμετείχε στη διάσημη περιοδεία των Μπολσόι στις ΗΠΑ και στον Καναδά όπου ερμήνευσε την Οντέτ/Οντίλ στο αριστούργημα του Τσαϊκόφσκι «Η Λίμνη των Κύκνων». Ο ρόλος αυτός έγινε η υστεροφημία της, έγινε το σημείο αναφοράς για τους χορευτές και το παγκόσμιο κοινό. «Πέθαινε» σαν πραγματικός κύκνος στη σκηνή, αφού είχε περάσει ώρες παρατηρώντας κύκνους στο πάρκο. Η Πλισέτσκαγια παρέμεινε στα Μπολσόι μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 1990, χορογραφώντας, διδάσκοντας και χορεύοντας.
Από το 1991, η Πλισέτσκαγια ζούσε στο Μόναχο, όπου είχε εγκατασταθεί με τον σύζυγό της, τον ρώσο συνθέτη Ρόντιον Σεντρίν, έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.