Τον Ελληνα πρωθυπουργό και τις κινήσεις του όσο ηγείται της χώρας κατακεραυνώνει ο Γιόσκα Φίσερ σε άρθρο του με τίτλο «Ο Τσίπρας στη χώρα των ονείρων».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας, κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν μπόρεσε- ούτε ήθελε- να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην προεκλογική εκστρατεία και τη διακυβέρνηση της χώρας. Οπως γράφει, ο Αλέξης Τσίπρας έχασε την ευκαιρία για έναν προσανατολισμένο στην ανάπτυξη συμβιβασμό και τονίζει πως αμφότερες οι πλευρές της διαπραγμάτευσης πρέπει να αντιληφθούν ότι το θέμα δεν είναι ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει.
Στο άρθρο του στο project-syndicate, ο Γερμανός πολιτικός εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο ο Ελληνας πρωθυπουργός να έχει κοινές προτεραιότητες με τους Ανεξάρτητους Ελληνες με τους οποίους επέλεξε να συνεργαστεί στην κυβέρνηση. Και όπως τονίζει, αυτή η ανησυχία του ενισχύθηκε από δύο κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα, το φλερτ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την προσπάθεια να απομονώσει τη Γερμανία στην Ευρώπη.
Τα βέλη του όμως στρέφονται και κατά της Τρόικα- την οποία κατηγορεί ότι έκανε την Ελλάδα αντικείμενο αποτυχημένου πειράματος- όπως και σε άλλους Ευρωπαίους προειδοποιώντας τους ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τις ψευδαισθήσεις τους και τονίζοντας ότι δεν μπορούν να εκμεταλλευθούν την ελληνική κρίση για να ρίξουν την Αριστερή Κυβέρνηση.
Αναλυτικά, το άρθρο του Γιόσκα Φίσερ:
«Μόνο να λυπηθεί την Ελλάδα μπορεί κάποιος. Για πάνω από πέντε χρόνια η Τρόικα την έχει κάνει αντικείμενο ενός αποτυχημένου πειράματος με τη λιτότητα που έχει επιδεινώσει την οικονομική κρίση της χώρας. Και τώρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται αποφασισμένη να βυθίσει την Ελλάδα στην άβυσσο.
Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Μέχρι τη στιγμή που το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία τον Ιανουάριο, ένας νέος, περισσότερο προσανατολισμένος στην ανάπτυξη συμβιβασμός είχε γίνει πιθανός. Ακόμη και οι σκληροπυρηνικοί Γερμανοί υποστηρικτές της λιτότητας- και ιδιαίτερα η Καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ- είχαν αρχίσει να επανεξετάζουν τη θέση τους, λόγω των αναμφισβήτητα τραγικών συνεπειών της πολιτικής τους για το ευρώ και τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η κυβέρνηση του Τσίπρα, με κάποια αιτιολόγηση, μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό της ως τον καλύτερο εταίρο της Ευρώπης για την εφαρμογή ενός μεγαλεπήβολου προγράμματος μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Μέτρα για την ανακούφιση των φτωχότερων αντιμετωπίζονταν με μεγάλη συμπάθεια από τις πρωτεύουσες τις ΕΕ και το ευνοϊκό συναίσθημα θα ενισχύονταν αν η Ελλάδα είχε αρχίσει να περικόπτει τον φουσκωμένο αμυντικό προϋπολογισμό της (όπως ίσως αναμενόταν να κάνει μία αριστερή κυβέρνηση).
Ο Τσίπρας όμως σπατάλησε την ευκαιρία της Ελλάδας, γιατί αυτός και άλλοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσαν να δουν πέρα από τον ορίζοντα της προέλευσης του κόμματός του από τον ριζοσπαστικό ακτιβισμό της αντιπολίτευσης. Δεν κατάλαβαν- και δεν ήθελαν να καταλάβουν- τη διαφορά ανάμεσα στην προεκλογική εκστρατεία και τη διακυβέρνηση.
Βέβαια, είναι ακριβώς αυτή η αποδοχή της ανάγκης που σηματοδοτεί τη διαφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ενα κόμμα της αντιπολίτευσης μπορεί να εκφράσει φιλοδοξίες, να δώσει υποσχέσεις ή ακόμη και να ονειρευτεί λίγο. Αλλά ένα κόμμα της κυβέρνησης δεν μπορεί να μείνει σε έναν φανταστικό κόσμο ή ένα θεωρητικό σύστημα. Και όσο πιο ονειροπόλες είναι οι υποσχέσεις ενός κόμματος της αντιπολίτευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η πρόκληση να μειωθεί το χάσμα με την πραγματικότητα αν- όπως ο ΣΥΡΙΖΑ- τελικά κερδίσει τις εκλογές και βρεθεί στην εξουσία.
Πράγματι, ο Τσίπρας φαίνεται να έχει ξεχάσει την έμφαση που δείχνει η μαρξιστική παράδοση στη διαλεκτική ενότητα της θεωρίας και της πράξης. Αν θες να διαπραγματευτείς μία αλλαγή πλεύσης με τους δανειστές σου, είναι απίθανο να πετύχεις αν καταστρέψεις τη δική σου αξιοπιστία και κομπάζεις και παραληρείς για εκείνους των οποίων τα χρήματα χρειάζεσαι για να αποφύγεις τη χρεοκοπία. Αυτό, τουλάχιστον, είναι ένα μάθημα που οι περισσότεροι έχουμε μάθει από τη θεωρία και την πράξη (γνωστό και ως ζωή).
Ομως, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποδράσει από τη ριζοσπαστική φούσκα του δεν εξηγεί γιατί σχημάτισε συνασπισμό με τους ακροδεξιούς Ανεξάρτητους Ελληνες, όταν θα μπορούσε να κυβερνήσει με ένα από τα κεντρώα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Ελπίζω να μην συμμερίζονται τις πολιτικές προτεραιότητες, ιδιαίτερα μία αλλαγή στις στρατηγικές συμμαχίες, που θα το ίδιο άσχημη για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Αλλά δύο βήματα του Τσίπρα λίγο μετά από την εκλογή του έχουν ενισχύσει το σκεπτικισμό μου: το φλερτ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και η προσπάθειά του να απομονώσει τη Γερμανία μέσα στην ευρωζώνη, κάτι που ποτέ δεν θα είχε αποτέλεσμα.
Στη νομισματική ένωση, μία συναίνεση έχει εδραιωθεί, ότι πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατό για να κρατήσουν την Ελλάδα εντός. Αλλά η κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να καταλάβει ότι τα άλλα μέλη της ευρωζώνης δεν θα είναι πρόθυμα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της, αν αυτό σημαίνει απο-νομιμοποίηση των δικών τους επώδυνων μεταρρυθμίσεων. Κυρίως, με το χρόνο να κυλά για τη χρεοκοπία (που μπορεί να έρθει ακόμη και τον Ιούλιο) οι ελληνικές αρχές πρέπει να πείσουν τους εταίρους τους με πράξεις, όχι υποσχέσεις.
Μία άτακτη ελληνική έξοδος από το ευρώ- ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή- μπορεί να αποτραπεί αν και οι δύο πλευρές λειτουργήσουν υπό την υπόθεση ότι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις δεν γίνονται για το ποιος θα χάσει και ποιος θα κερδίσει. Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Ολες οι πλευρές αντιμετωπίζουν σημαντικές εγχώριες πιέσεις και κάθε συμβιβασμός θα τους αφήσει όλους με την υποχρέωση να δώσουν εξηγήσεις στην πατρίδα τους. Ομως, ακόμη κι αν δεν υπήρχε Τρόικα και νομισματική ένωση, η Ελλάδα θα χρειάζονταν επειγόντως ριζικές μεταρρυθμίσεις για να σταθεί στα πόδια της. Επίσης χρειάζεται χρόνο και χρήματα, που μπορεί να παρέχει η ΕΕ αν και όταν οι ελληνικές αρχές αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
Ομως και άλλοι στην Ευρώπη πρέπει να εγκαταλείψουν τις ψευδαισθήσεις τους. Η ελληνική κρίση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για να αποδυναμωθούν οι Ευρωπαίοι συντηρητικοί και να αλλάξει η ισορροπία της εξουσίας μέσα στην ΕΕ, ούτε για να απομακρυνθεί η ελληνική Αριστερά από την εξουσία.
Η υπάρχουσα κρίση και οι διαπραγματεύσεις για την επίλυσή της αφορούν μόνο ένα πράγμα: το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη και το μέλλον του κοινού ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Το να βοηθηθεί η Ελλάδα να πατήσει στα πόδια της και να μείνει στην ευρωζώνη είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης, τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά. Αλλά κάθε συμφωνία για το πώς θα επιτευχθεί αυτό τώρα, απαιτεί να αποδείξει η Ελλάδα ότι έχει τον ίδιο στόχο».