Βρίσκονταν εκεί μόλις λίγα λεπτά. Είχαν φτάσει στην κατασκήνωση στο Εβερεστ για ένα θέμα. Και τότε, «χτύπησε» η τραγωδία.
Ο Ρομπέρτο Σμιντ, φωτογράφος και η Αμου Καναμπίλι, επικεφαλής του γραφείου του AFP στην Κατμαντού, μόλις είχαν εγκατασταθεί στην κατασκήνωση στις 25 Απριλίου όταν προκλήθηκε η τεράστια χιονοστιβάδα, συνέπεια του φονικού σεισμού στο Νεπάλ, κοστίζοντας τη ζωή τουλάχιστον 18 ανθρώπων.
Οι δύο τους, κατέγραψαν εκείνες τις σκηνές και τις σκέψεις τους για τα όσα έζησαν.
«Μόλις είχαμε φτάσει στην κατασκήνωση μετά από πεζοπορία εννέα ημερών. Μία δύσκολη διαδρομή, που δεν μπορείς να αντιληφθείς τι προκαλεί στο σώμα σου, αλλά είναι ένα εκπληκτικό μέρος, που κόβει την ανάσα», γράφει ο Σμιντ.
«Εβγαλα κάποιες φωτογραφίες και μετά έψαξα τη σκηνή μας. Δεν είχαν περάσει πάνω από 10', όταν νιώσαμε αυτό το βουητό. Η Αμου με ρώτησε ''Τι είναι αυτό;''. Της είπα ότι επρόκειτο για χιονοστιβάδα.
Μεγάλωσα στην Κολομβία, όπου έχουμε συνηθίσει στις σεισμικές δονήσεις, αλλά ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι τέτοιο. Βγήκαμε από τη σκηνή και τότε ακούσαμε τον πιο τρομακτικό ήχο. Ηταν σαν τρένο, αλλά ερχόταν βαθιά και ήταν τόσο δυνατός.
Η Αμου μπήκε στη σκηνή και θυμάμαι να κοιτάζω αριστερά μου και να βλέπω αυτό το κύμα. Ηταν τόσο μεγάλο που οι φωτογραφίες το αδικούν. Αρπαξα την κάμερα, έβγαλα τρεις φωτογραφίες και μετά μας κάλυψε. Πήδηξα μέσα και κρύφτηκα κάτω από το τραπέζι.
Ηταν σαν να σκάει κύμα. Μας παρέσυρε δεν ήξερες αν είσαι πάνω ή κάτω. Απλά πέφτεις. Τελικά κατέληξα με την πλάτη στο έδαφος και μετά άκουσα τον ήχο από πέτρες που έπεφταν. «Αυτό είναι. Θα θαφτώ ζωντανός», σκέφτηκα. Συνέχισαν να στοιβάζονται πάνω μου και μετά ήταν η απόλυτη ηρεμία και ήξερα ότι είμαι ζωντανός. Ηξερα ότι έχω τις αισθήσεις μου και ότι πρέπει να ανακαλύψω πώς να αναπνεύσω. Προσπαθείς να τα σπρώξεις όλα, να βρεις λίγο αέρα... και ξαφνικά ένιωσα αυτό το χέρι να με τραβάει. Ηταν ο σέρπα μας, ο Πασάνγκ.
Η Αμου αιμορραγούσε και ένα νύχι από το αριστερό της χέρι είχε βγει τελείως. Ημασταν τυχεροί όσο σκέφτομαι ότι οι σκηνές μας ήταν δίπλα σε ένα βράχο που εμπόδισε να παρασυρθούμε. Είπα ότι πρέπει να βρω τη φωτογραφική μου και ο Πασάνγκ μου την έδωσε, θαμμένη μέσα σε ένα κομμάτι χιόνι. Ηταν μια χαρά, ο φακός δεν είχε σπάσει.
Βγήκαμε από τη σκηνή και κόσμος άρχιζε να εμφανίζεται ξαφνικά, όλοι πολλοί ζαλισμένοι. Αρχισα να τραβάω και τότε σκέφτεσαι ''πρέπει να βγάζω φωτογραφίες ή να βοηθάω κόσμο;''.
Την επόμενη ώρα άκουγες ασθενοφόρα. Ηταν κοντά, αλλά δεν τα έβλεπες γιατί είχε τέτοια συννεφιά. Ο ήχος ήταν τρομακτικός, δεν ήξερες αν έρχονταν προς το μέρος σου. Αρχισα να βοηθάει κάποιον από το Νεπάλ, που είχε τραυματιστεί και θυμάμαι να του λέω για τις οικογένειές μας και πώς και οι δύο θα βλέπαμε ξανά τους γιους μας. Ηταν μία ωραία στιγμή, ανθρώπινη, μέσα σε όλο αυτό».
Εξίσου τρομακτική, η διήγηση της Αμου Καναμπίλι.
«Οταν σταμάτησε η δόνηση και άνοιξα τα μάτια μου, όλα ήταν λευκά, σαν να μας είχαν πετάξει σε ένα πακέτο ζάχαρης. Προσπάθησα να βγω από το χιόνι και πρόσεξα ότι τα χέρια μου ήταν καλυμμένα με αίμα, τα γυαλιά μου είχαν εξαφανιστεί και φώναξα το όνομα του Ρομπέρτο. Τον άκουσα να λέει στα ισπανικά ''Θεέ μου''», γράφει.
«Ακουσα τον Πασάνγκ να φωνάζει το όνομά μου και ούρλιαξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Ετρεξε και έσκισε το κάλυμμα της σκηνής και μας έβγαλε έξω. Θυμάμαι να σηκώνομαι και όλα να είναι λευκά και πραγματικά πολύ ήσυχα. Θυμάμαι να σκέφτομαι ''πώς μπορεί να είναι όλα τόσο ήσυχα; Πού είναι όλοι;
Είδα έναν από τους αχθοφόρους. Πονούσε πολύ και ήταν καλυμμένος με κουβέρτες. Η συνοδός για το φαγητό, που είχα γνωρίσει μόλις πριν από δύο λεπτά, ήταν εκεί, το κεφάλι της αιμορραγούσε. Προσπάθησα να το τυλίξω με ένα ρολό χαρτί και εκείνη άρχισε να τυλίγει τα χέρια μου.
Μετά από τους πρώτους μετασεισμούς, έβγαλα την κάμερα και άρχισα να βιντεοσκοπώ στο αυτόματο γιατί δεν μπορούσα να δω καλά. Λίγο μετά, το χαρτί δεν κρατούσε και άρχισα να γεμίζω με αίματα την κάμερα, όμως υπήρχαν κι άλλοι μετασεισμοί και ο σέρπα μας είπε ότι έπρεπε να φύγουμε από εκεί.
Πήγαμε σε άλλες σκηνές, μου έπλυναν τα χέρια. Μου είπαν ''κάτσε εδώ και χαλάρωσε'' αλλά ήμουν ανήσυχη γιατί ένιωθα ότι δεν βοηθούσα κανέναν και δεν δούλευα. Ενιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι άλλο, οπότε κάποιος μου έδωσε ένα ζευγάρι γάντια, ένας σέρπα ήρθε μαζί μου και τράβηξα μερικές φωτογραφίες από την επιχείρηση διάσωσης.
Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο γρήγορα κινητοποιήθηκαν. Δεν υπήρχαν ελικόπτερα την πρώτη ημέρα, αλλά θυμόμουν ότι φροντίζουν ήδη τον κόσμο. Οργάνωναν την ιατρική βοήθεια, μας βοηθούσαν με τα sleeping bag.
Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ και συνέχισα να σκέφτομαι τον αχθοφόρο και πόσο είχε τραυματιστεί, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί εμείς είχαμε επιζήσει».