H Σικελία έγινε η πύλη εισόδου για χιλιάδες παράνομους μετανάστες που θέλουν να φτάσουν στην Ευρώπη.
Οι Σικελοί τους υποδέχονται και τους δίνουν να φάνε, αλλά νιώθουν αδύναμοι και απροστάτευτοι απέναντι σε αυτό το ασταμάτητο ανθρώπινο κύμα.
Σε μια χύτρα βράζει μια σάλτσα μπολονιέα. Πιο μακριά, πακέτα μακαρόνια πένες περιμένουν να βράσουν. Σε μια αίθουσα περίπου 6 γυναίκες ετοιμάζουν πακέτα φαγητό. Όλα είναι έτοιμα για τις 18:30. Καθημερινά μοιράζονται 400 ζεστά πιάτα και 70 σάντουιτς στους άστεγους της πόλης Κατάνα αλλά επίσης στους μετανάστες που φτάνουν καθημερινά και περισσότεροι σε αυτή την πόλη των 300.000 κατοίκων, στα ανατολικά της Σικελίας.
Τους δίνουν επίσης ρούχα ζεστά αλλά επιμένουν να μη λένε το όνομά τους, όπως δηλώνει η Valentina Cali, η οποία είναι επικεφαλής στο κέντρο υποδοχής. Ολοι λένε ότι ανήλικοι. «Το λένε γιατί μόνο έτσι θα τους αναλάβουν οι υπηρεσίες και τα δημόσια κέντρα υποδοχής. Οι ενήλικες αναγκάζονται υποχρεωτικά να καταθέσουν αίτηση ασύλου.
Ολοι ελπίζουν ότι θα φτάσουν σε μια πλούσια χώρα της Ευρώπης, κυρίως την Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Δανία.
«Δεν έχουμε τον τρόπο να τους βοηθήσουμε»
Αυτοί οι μετανάστες έκαναν ήδη χιλιάδες χιλιόμετρα και διέσχισαν τη Μεσόγειο σε βάρκες για να φτάσουν εκεί. «Βλέπω τον πόνο τους και θυμώνω. Είναι σημαδεμένοι από όσα έζησαν αλλά εμείς δεν έχουμε τον τρόπο να τους βοηθήσουμε. Χρειάζονται πιθανόν ψυχολόγο αλλά αυτά τα πράγματα τους είναι άγνωστα» λέει η Βαλεντίνα.
Ο πατήρ Ντον Πιέρο νιώθει επίσης απόγνωση και θυμό. «Ανοίξαμε το κέντρο το 2006. Σερβίραμε τότε 30 πακέτα την ημέρα. Σήμερα φτάνουμε τα 500. Σχεδιάζουμε να διπλασιάσουμε τις αίθουσες του κέντρου. Πάντα υπάρχουν εθελοντές για να βοηθήσουν», λέει.
Περιμένοντας να πάρουν ένα τρένο ή ένα λεωφορείο προς το Βορρά, οι μετανάστες γυρίζουν μέσα στην πόλη, κοιμούνται στο δρόμο ή σε κάποιο εγκαταλειμμένο εργοστάσιο.
«Ερχονται κυρίως Αφρικανοί, όλο και πιο νέοι. Καταλαβαίνω την κατάστασή τους. Κι εγώ έφυγα όταν ήμουν 16 ετών και πήγα στη Γενεύη για να βρω δουλειά», λέει ο Καρμέλο, 32 ετών, ο οποίος εργάζεται μπροστά στο σταθμό. Βλέπει να περνάνε όλο και περισσότεροι Αφρικανοί, σε κοπάδια, σιωπηλοί.
«Όταν συλλαμβάνουν έναν, όλοι οι άλλοι εξαφανίζονται και δεν τους ξαναβλέπουμε. Αλλά δεν υπάρχει έλεγχος, μπορεί να μεταφέρουν ασθένειες», ανησυχεί ο νεαρός άντρας.
«Πρέπει να επέμβουμε στο πρόβλημα της Λιβύης»
Για να βοηθήσουν αυτούς τους μετανάστες από την περιπλάνηση έχουν δημιουργηθεί ειδικές μονάδες από τον Ερυθρό Σταυρό. Περίπου χίλιοι εθελοντές εναλλάσσονται για να κρατήσουν ένα τηλεφωνικό κέντρο στο οποίο δίνουν πληροφορίες για κάποιον που χάθηκε, προσφέρουν ιατρική βοήθεια ή ψυχολογική στήριξη για όσους διασώθηκαν από πνιγμό στη θάλασσα.
Μετά το ναυάγιο και τον πνιγμό 800 μεταναστών στα ανοιχτά της Λιβύης προ δεκαημέρου, ο Φρανσέσκο Ρόσο, διευθυντής του Ερυθρού Σταυρού Ιταλίας, μετέβη στην Κατάνη για να στείλει από εκεί σήμα SOS προς τους πολιτικούς. «Πρέπει να ευρεθεί μια ειρηνική λύση στη Λιβύη και να υπάρξει μεγαλύτερη ανθρωπιστική βοήθεια στην Αφρική. Αν δεν δράσουμε εκεί, δεν υπάρχει περίπτωση να μειωθεί το κύμα μεταναστών» δηλώνει.
Από τις αρχές του 2015, 16.900 μετανάστες έφτασαν στα παράλια της Ιταλίας και 1.776 βρήκαν τον θάνατο. Στις 22 Απριλίου 2015, στην Augusta, λίγο νοτιότερα της Κατάνης, ένα στρατιωτικό πλοίο εγκατέλειψε 446 μετανάστες εκ των οποίων οι 95 ήταν γυναίκες και τα 59 ήταν παιδιά.
Οι περισσότεροι καταλήγουν στην Κατάνη και περιφέρονται στο δρόμο. Οι άνθρωποι τους δίνουν φαγητό και κάποια ρούχα. «Λυπόμαστε αυτούς τους ανθρώπους, είναι θλιβερό, αλλά τι να κάνουμε; Εδώ δεν έχουμε τίποτα, ούτε δουλειά, ούτε λεφτά. Τι μπορούμε να κάνουμε;» δηλώνει η Μαρία Μποναφέντε, 75 ετών. Προσθέτει ότι έχει κουραστεί να βλέπει αυτούς τους ανθρώπους που έχουν πλημυρίσει την πόλη και επαιτούν μπροστά στα σούπερ μάρκετ. Καταγγέλλει ότι κάτι δεν πάει καλά και με το σύστημα: 30 ευρώ την ημέρα και ανά μετανάστη δίνει το κράτος σε ιδιωτικά κέντρα φιλοξενίας και δωμάτια ξενοδοχείων. Τα χρήματα αυτά καταλήγουν συχνά σε τσέπες και η διαφθορά οργιάζει.
Τα κέντρα υποδοχής πολλαπλασιάζονται στη Σικελία γιατί το βασικό κέντρο υποδοχής που βρίσκεται στο Μινέο, παρότι είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης δεν αρκεί πλέον για να συγκρατήσει τα πλήθη των μεταναστών. Η πρώην στρατιωτική βάση Σιγκονέλλα, η οποία έγινε κι αυτή κέντρο υποδοχής μεταναστών, φιλοξενεί σήμερα 3.200 άτομα από 35 διαφορετικές εθνικότητες. Σπιτάκια ετερόκλητα στη σειρά έχουν κατασκευαστεί ειδικά γι’αυτούς, 1 ώρα από την Κατάνη. Χωράφια, καλλιέργειες, βοσκοί ολόγυρα. Οι μετανάστες είναι ελεύθεροι να βγουν από το κέντρο αλλά πού να πάνε; Κάποιοι πάνε με τα πόδια ως την κοντινή πόλη Μινέο.
Οι κάτοικοι του Μινέο δεν θέλουν τους μετανάστες. Η πόλη είναι πανέμορφη και μεσαιωνική. «Εδώ είμαστε 4-5.000 κάτοικοι. 5.000 είναι και οι μετανάστες που βρίσκονται στο κάτω μέρος του Μινέο. Αν έρθουν εδώ θα έχουμε πρόβλημα» δηλώνουν η Ερικα και η Μιρέλα, 22 ετών, οι οποίες κάνουν βόλτα στην πλατεία της πόλης.
«Είναι άτομα που δεν μπορούν να δουλέψουν, δεν έχουν χαρτιά», παραπονείται η Αντρέα που έχει σούπερ μάρκετ στην πόλη. Εξάλλου δεν υπάρχει δουλειά για κανέναν σε αυτή την πόλη.
Χωρίς δουλειά, χωρίς επαφή με τους ντόπιους, ο χρόνος μοιάζει ακίνητος για αυτούς τους περιπλανόμενους μετανάστες που περιμένουν να εξεταστεί η περίπτωσή τους και να πάρουν, πιθανόν, χαρτιά. Περιμένουν περίπου ένα χρόνο, εξηγεί η αστυνομική διεύθυνση.
Ο Μπουμπακάρ, 19 ετών, έφτασε από την Γκάμπια πριν από τρεις μήνες, αφού διέσχισε τη Μεσόγειο μέσα στο χειμώνα. «Πάω μερικές φορές στο Μινέο, όταν κάποιο λεωφορείο μας παίρνει. Οι άνθρωποι είναι συμπαθητικοί. Μερικές φορές πλένω αυτοκίνητα για λίγο χαρτζηλίκι».
Ο Τζον, 29 ετών από τη Νιγηρία, ζούσε στη Λιβύη πριν τον θάνατο του Καντάφι. Βρίσκεται σε στρατόπεδο εδώ και ενάμιση χρόνο και έχει αρχίσει να απελπίζεται. «Δεν υπάρχει τίποτα να κάνει κανείς, τρώμε μακαρόνια και ρύζι κάθε μέρα. Περιμένω τα χαρτιά μου, για να αποκτήσω ένα σπίτι και μια δουλειά, εδώ στην Ιταλία», λέει. Πηγή Le Monde