Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να υπάρξει μετάδοση της κρίσης από τα στενά ελληνικά όρια σε ολόκληρη την Ευρώπη και στη συνέχεια στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα; Το ερώτημα φαίνεται να έχει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απαντήσεις. Μόνο που μπορούν να στέκουν και οι δύο. Το Bloomberg View δίνει τη δική του απάντηση.
Ο Μαρκ Γκίλμπερτ επικαλείται τον γνωστό Αυστριακό φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν που υποστήριζε πως είναι αδύνατο κάποιος να προσπαθήσει να συζητήσει τις ιδιωτικές αισθήσεις του, όπως είναι ο πόνος, και αυτό διότι: «δεν είναι κάτι, αλλά δεν είναι ούτε και τίποτα». Αυτή η αινιγματική δήλωση είναι ένας χρήσιμος τρόπος για να προβληματιστούν αρκετοί τι θα συμβεί αν υπάρξει ένα κακό αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα. Εν προκειμένω: θα υπάρξει κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης και αν ναι, μέχρι ποιου βαθμού;
Η μετάδοση έχει να κάνει με τον κίνδυνο «μόλυνσης» των γειτόνων της Ελλάδας, σε περίπτωση που φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της ή να εξέλθει από το ευρώ. Οι επενδυτές, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να σκεφτούν πως η Πορτογαλία είναι η επόμενη που θα εισέλθει στη ζώνη του πυρός. Παράλληλα, θα μπορούσαν να απαιτήσουν μεγαλύτερες ανταμοιβές σε περίπτωση νέας αθέτησης υποχρεώσεων, κάτι που θα αύξανε το κόστος δανεισμού για την Πορτογαλία ή άλλη χώρα που θα ακολουθούσε. Μέχρι στιγμής, πάντως, το κόστος δανεισμού για τις άλλες χώρες, τη στιγμή που τα ελληνικά ομόλογα δέχονταν επίθεση, δεν προκάλεσε αναταράξεις. Τα ομόλογα της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και φυσικά της Γερμανίας δεν είχαν πρόβλημα.
Αμελητέα προσφορά
Ο Γκίλμπερτ θυμίζει πως η προσφορά της Ελλάδας στο συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι ένα αμελητέο 1,8%. Οι ξένες τράπεζες έχουν περιορίσει την έκθεσή του στην Ελλάδα, ενώ οι δανειστές, στην πλειοψηφία τους, είναι κράτη και όχι ιδιώτες. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι προφανές και το θέτει ο διευθύνων σύμβουλος της Νomura, Γενς Νόρντβιγκ: «Γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι στο προσκήνιο, εάν αντιμετωπίζεται ως ασήμαντη για την πραγματική οικονομία και τις διεθνείς αγορές;».
Η απάντηση είναι, εν μέρει, ότι υπάρχει μια μακάβρια εμμονή για να αποκαλυφθεί εάν το μπλοκ του ευρώ θα θρυμματιστεί. Κατά τον Γκίλμπερτ, ο πιο σημαντικός λόγος είναι το στοιχείο της αβεβαιότητας – το δίλημμα του «κάτι και τίποτα». Η μετάδοση μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι μια πραγματική πιθανότητα, ή μπορεί και όχι. Ο Νόρντβιγκ συμφωνεί:
«Οι επενδυτές δεν είναι αρκετά σίγουροι. Η βασική τους σκέψη είναι ότι η Ελλάδα δεν θα είναι μια μεγάλη υπόθεση από τη σκοπιά της διαχείρισης παγκόσμιων χαρτοφυλακίων. Ακόμη και αν η τοπική ιστορία μετατραπεί σε μια πραγματική τραγωδία. Αλλά πώς μπορούμε να ξέρουμε στα σίγουρα; Δεν συμβαίνει κάθε μέρα μια χώρα να βρίσκεται στα πρόθυρα της εξόδου από την Ευρωζώνη.
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιμένουν κατηγορηματικά ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να επιβιώσει χωρίς την Ελλάδα. Είναι αυτό σωστό; διερωτάται ο Γκίλμπερτ. Κι εδώ η απάντηση μοιάζει αινιγματική, αλλά και προφανής: θα το μάθουμε όταν και εφόσον συμβεί.