Ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης με άρθρο του στο Project Syndicate μίλησε για τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας της Ελλάδας με τους εταίρους στις διαπραγματεύσεις.
Μίλησε για το αποτυχημένο πρόγραμμα της Τρόικας και της προηγούμενης κυβέρνησης, ενώ είπε ότι η χώρα είναι πρόθυμη να εξορθολογίσει το σύστημα συνταξιοδότησης με περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης, να προχωρήσει με τη μερική ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη δημιουργία μιας πλήρως ανεξάρτητης φορολογικής επιτροπής και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.
Αναλυτικά το άρθρο:
Ένα “new deal” για την Ελλάδα
Τρεις μήνες διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών και των διεθνών εταίρων έχουν επιφέρει αρκετή σύγκλιση σχετικά με τα βήματα που απαιτούνται για να ξεπεραστούν χρόνια οικονομικής κρίσης και για την επίτευξη βιώσιμης ανάκαμψης στην Ελλάδα. Αλλά δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε συμφωνία. Γιατί; Ποια βήματα πρέπει να γίνουν για να καταλήξουν σε μια βιώσιμη και αμοιβαία συμφωνημένη μεταρρυθμιστική ατζέντα;
Εμείς και οι εταίροι μας ήδη συμφωνούμε σε πολλά. Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα πρέπει να ανανεωθεί, και οι φορολογικές αρχές πρέπει να απελευθερωθούν από την πολιτική και την εταιρική επιρροή. Το συνταξιοδοτικό σύστημα ασθενεί. Το πιστωτικό σύστημα της οικονομίας έχει διαρραγεί. Η αγορά εργασίας έχει καταστραφεί από την κρίση και είναι βαθιά κατακερματισμένη, με την αύξηση της παραγωγικότητας σε αδιέξοδο.
Η δημόσια διοίκηση είναι σε επείγουσα ανάγκη εκσυγχρονισμού, και οι δημόσιοι πόροι πρέπει να χρησιμοποιούνται πιο αποτελεσματικά. Συντριπτικά εμπόδια μπλοκάρουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων είναι υπερβολικά οριοθετημένος. Και η ανισότητα έχει φτάσει σε εξωφρενικά επίπεδα, εμποδίζοντας την κοινωνία από την επίδειξη συναίνεσης αναφορικά με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Παρακάμπτοντας αυτή τη συναίνεση, μια συμφωνία για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για την Ελλάδα απαιτεί την υπέρβαση δύο εμποδίων. Καταρχάς, πρέπει να συμφωνήσω με τον τρόπο προσέγγισης της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην Ελλάδα. Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη, κοινώς αποδεκτή μεταρρυθμιστική ατζέντα που θα στηρίξει αυτή την πορεία εξυγίανσης και να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία.
Αρχίζοντας με τη δημοσιονομική εξυγίανση, το κύριο θέμα αφορά τη μέθοδο. Θεσμοί της “τρόικας” (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) έχουν, όλα αυτά τα χρόνια στηριχτεί σε μια διαδικασία επαγωγικής οπισθοπορείας: Ορίζουν μια ημερομηνία (για παράδειγμα, το έτος 2020) και έναν στόχο για τον λόγο του ονομαστικού χρέους προς το εθνικό εισόδημα (ας πούμε, 120%) που πρέπει να επιτευχθεί προτού οι αγορές χρήματος θεωρηθούν έτοιμες να δανείσουν την Ελλάδα σε λογικές τιμές. Στη συνέχεια, υπό αυθαίρετες παραδοχές σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, ο πληθωρισμός, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και ούτω καθεξής, υπολογίζουνε τι πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα κάθε έτος, δουλεύοντας ανάποδα [σ.σ. από την ημερομηνία στόχο π.χ. 2020] προς το σήμερα.
Το αποτέλεσμα αυτής της μεθόδου, κατά την άποψη της κυβέρνησής μας, είναι μια “παγίδα λιτότητας.” Όταν η δημοσιονομική εξυγίανση μετατρέπεται σε προκαθορισμένη αναλογία του χρέους που πρέπει να επιτευχθεί σε ένα προκαθορισμένο σημείο στο μέλλον, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούνται για να επιτύχει τους στόχους αυτούς είναι τέτοια, ώστε η επίπτωση στον ιδιωτικό τομέα υπονομεύει τους εκτιμώμενους ρυθμούς ανάπτυξης και έτσι εκτροχιάζει την προγραμματισμένη δημοσιονομική πορεία. Πράγματι, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο τα προηγούμενα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης, για την Ελλάδα απέτυχαν να πιάσουν τους στόχους τους τόσο θεαματικά.
Θέση της κυβέρνησής μας είναι ότι επαγωγική οπισθοπορεία πρέπει να εγκαταλειφθεί. Αντί αυτού, θα πρέπει να χαράξουμε ένα σχέδιο προς το μέλλον που να βασίζεται σε λογικές παραδοχές, τα πρωτογενή πλεονάσματα να συνάδουν με τα ποσοστά αύξησης της παραγωγής, των καθαρών επενδύσεων, καθώς και την επέκταση των εξαγωγών, που μπορεί να σταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία και την αναλογία του χρέους στην Ελλάδα. Αν αυτό σημαίνει ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερος από 120% το 2020, επινοούμε έξυπνους τρόπους για να το εξορθολογίσουμε, να το αναδομήσουμε (re-profile), ή να αναδιαρθρώσουμε το χρέος – διατηρώντας κατά νου τον στόχο της μεγιστοποίησης της ισχύουσας τρέχουσας αξίας (effective current value) που θα επιστραφεί στους πιστωτές της Ελλάδας.
Παράλληλα με το να πείσουμε την Τρόικα ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους μας θα πρέπει να αποφύγει την παγίδα λιτότητας, πρέπει να ξεπεράσουμε το δεύτερο εμπόδιο: την “μεταρρυθμιστική παγίδα”. Το προηγούμενο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, για το οποίο οι εταίροι μας είναι τόσο ανένδοτοι ότι δεν θα πρέπει να “οπισθοδρομήσει” από την κυβέρνησή μας, βασίστηκε στην εσωτερική υποτίμηση, την περικοπή μισθών και συντάξεων, απώλεια της εργασιακής προστασίας, και την ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας με τη μέθοδο της μεγιστοποίησης του τιμήματος.
Οι εταίροι μας πιστεύουν, ότι εάν δοθεί χρόνος, η ατζέντα αυτή θα λειτουργήσει. Αν οι μισθοί πέσουν περαιτέρω, η απασχόληση θα αυξηθεί. Ο τρόπος για να θεραπεύσεις ένα προβληματικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι η μείωση των συντάξεων. Και οι ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να στοχεύουν σε υψηλότερες τιμές πώλησης για να εξοφληθεί χρέος, για το οποίο πολλοί (κατ’ ιδίαν) συμφωνούν ότι είναι μη βιώσιμο.
Αντίθετα, η κυβέρνησή μας πιστεύει ότι το πρόγραμμα αυτό έχει αποτύχει, με τον πληθυσμό να φοβάται τις μεταρρυθμίσεις. Η καλύτερη απόδειξη αυτής της αποτυχίας είναι, ότι παρά την τεράστια μείωση των μισθών και του κόστους, η αύξηση των εξαγωγών ήταν μηδενική (η εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται αποκλειστικά στην πτώση των εισαγωγών).
Πρόσθετες περικοπές μισθών δεν θα βοηθήσουν επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, οι οποίες έχουν βαλτώσει σε μια πιστωτική κρίση. Και περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις δεν θα αντιμετωπίσουν τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος (χαμηλή απασχόληση και την τεράστια αδήλωτη εργασία). Τα μέτρα αυτά θα προκαλέσουν απλώς περαιτέρω ζημιά στον ήδη πιεσμένο κοινωνικό ιστό της Ελλάδας, καθιστώντας το ανίκανο να παρέχει την υποστήριξη που απεγνωσμένα χρειάζεται το μεταρρυθμιστικό μας πρόγραμμα.
Οι τρέχουσες διαφωνίες με τους εταίρους μας δεν είναι αγεφύρωτες. Η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να προχωρήσει στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος (για παράδειγμα, με τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης), να προχωρήσει στη μερική ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, να αντιμετωπίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που φράζουν τo πιστωτικό σύστημα (credit circuits) της οικονομίας, τη δημιουργία μιας πλήρως ανεξάρτητης υπηρεσίας εσόδων (fully independent tax commission) και να προωθήσει την επιχειρηματικότητα. Οι διαφορές που εξακολουθούν να υπάρχουν, αφορούν το πως κατανοούμε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων μεταρρυθμίσεων και του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξευρεθεί άμεσα κοινός τόπος. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει μια πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης που να έχει νόημα και θέλουμε μεταρρυθμίσεις που όλες οι πλευρές να πιστεύουν ότι είναι σημαντικές. Το καθήκον μας είναι να πείσουμε τους εταίρους μας ότι οι επιλογές μας είναι στρατηγικού και όχι τακτικού χαρακτήρα και ότι η λογική τους είναι ξεκάθαρη. Το δικό τους καθήκον, είναι να εγκαταλείψουν μια προσέγγιση που έχει αποτύχει.
* Η μετάφραση είναι από το site του δημοσιογράφου Μιχάλη Ιγνατίου