«Τι στο διάολο έκανα; Τους σκότωσα όλους!». Αυτή η φράση, που ψιθύρισε ο Ρόμπερτ Νταρστ στον εαυτό του σε γυρίσματα ντοκιμαντέρ, περικλείει όλη την τρομακτική ιστορία του.
Ενας μεγιστάνας των κτηματομεσιτικών, που του αρέσει να φορά γυναικεία ρούχα, έχει εμπλακεί σε τρεις δολοφονίες και μπαινοβγαίνει στη φυλακή. Πράγματι, μοιάζει με σενάριο. Και η ζωή του 71χρονου έχει γίνει κάτι τέτοιο. Αποτέλεσε την έμπνευση για την ταινία «Μοιραία σχέση», του 2010, με τον Ράιαν Γκόσλινγκ.
Το Σάββατο, ο Νταρστ συνελήφθη για μία ακόμη φορά. Αντιμετωπίζει την κατηγορία της δολοφονίας μίας φίλης του, το 2000. Εκείνος επιμένει ότι είναι αθώος. Αλλά η προϊστορία του κάθε άλλο παρά τον βοηθά, αφού έχει θεωρηθεί ύποπτος για την εξαφάνιση της συζύγου του, αλλά και τη δολοφονία ενός γείτονά του στο παρελθόν.
Αυτή η σκοτεινή ιστορία του Νταρστ έκανε τους δημιουργούς της ταινίας «Μοιραία σχέση», να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. To ΗΒΟ προέβαλλε την Κυριακή το τελευταίο μέρος. Στα γυρίσματα όμως, παραδέχθηκε ότι έκανε τις δολοφονίες. Κάποια στιγμή, ο 71χρονος δίνει συνέντευξη, στην οποία απορρίπτει τις σε βάρος του κατηγορίες. Λίγο αργότερα, πάει στο μπάνιο, φορώντας ακόμη στο μικρόφωνο, αλλά αγνοώντας προφανώς ότι ακόμη τον καταγράφουν. Εκεί, ακούγεται να ψιθυρίζει στον εαυτό του «Τι διάολο έκανα; Τους σκότωσα όλους βέβαια».
Δεν είναι ξεκάθαρο αν το ντοκιμαντέρ έπαιξε ρόλο στη σύλληψή του, αν και έχει γίνει γνωστό ότι οι δημιουργοί του ήταν σε επαφή με τις αρχές. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της αστυνομίας, στοιχεία από την έρευνα και αποδείξεις που ήρθαν στο φως τον περασμένο χρόνο καθιστούν τον Νταρστ υπεύθυνο για το θάνατο της Σούζαν Μπέρμαν.
Ποιος είναι ο Νταρστ
Ο όμιλος της οικογένειάς του επιβλέπει την ενοικίαση του One World Trade Center του ψηλότερου ουρανοξύστη στο δυτικό ημισφαίριο, που χτίστηκε εκεί που ήταν οι Δίδυμοι Πύργοι. Η εταιρεία έχει μεταξύ άλλων 11 ουρανοξύστες με γραφεία στο Μανχάταν, αλλά και διαμερίσματα που ενοικιάζονται για 100.000 δολάρια το χρόνο.
Κληρονόμος της Durst Organization, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείας κτηματομεσιτικών στον κόσμο, η περιουσία του δημιουργήθηκε όταν η οικογένειά του αγόρασε ένα μεγάλο τμήμα του Μανχάταν όταν ήταν ακόμη περιοχή εγκληματιών και ιερόδουλων.
Ομως, ο ίδιος αποξενώθηκε από την οικογένειά του το 1992, ο πατέρας του αποφάσισε να παραχωρήσει τον έλεγχο της εταιρείας στο μικρότερο αδερφό του. Από τότε τριγυρνά στις ΗΠΑ, συχνά ως γυναίκα με το όνομα Ντόροθι και έρχεται στο προσκήνιο όταν συλλαμβάνεται για κατηγορίες από δημόσια ούρηση έως δολοφονία.
Η Κάθι Νταρστ
Θεωρείται ότι ο βασικός λόγος που δεν του έδωσαν τον έλεγχο του ομίλου ήταν οι υποψίες ότι ευθυνόταν για την εξαφάνιση της συζύγου του, Κάθι, το 1982. Είχε παντρευτεί την 18χρονη οδοντίατρο το 1973. Εκείνη, το 1981 τον κατηγόρησε για κακοποίηση και έκανε αίτηση διαζυγίου. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς ο Νταρστ δήλωσε την εξαφάνισή της και η γυναίκα δεν βρέθηκε ποτέ.
Αμέσως οι υποψίες έπεσαν πάνω του, αλλά ποτέ δεν υπήρξαν αδιάσειστες αποδείξεις για το ότι είχε διαπραχθεί έγκλημα και δεν βρέθηκε ποτέ πτώμα. Η υπόθεση παραμένει άλυτη. Δίπλα του, σε όλο αυτό το σκάνδαλο, ήταν η Σούζαν Μπέρμαν, που τον υπερασπιζόταν με σθένος σε όλη τη δεκαετία του '90.
Η Σούζαν Μπέρμαν
Η φιλία της με τον Νταρστ ξεκίνησε όταν ήταν και οι δύο στο Πανεπιστήμιο. Ηταν κόρη γκάνγκστερ του Λας Βέγκας, που έγινε δημοσιογράφος. Οταν εξαφανίστηκε η σύζυγός του, ο Νταρστ άρχισε να ταξιδεύει σε όλη τη χώρα. Το 1992 έχασε τη μάχη για την αυτοκρατορία της οικογένειας και εγκαταστάθηκε στο Λος Αντζελες για τα καλά και έγινε αχώριστος με την Μπέρμαν.
Στα τέλη του 1999, η αστυνομία άρχισε να εξετάζει ξανά την υπόθεση της Κάθι Νταρστ και την επόμενη χρονιά έκανε γνωστό ότι σκόπευε να ανακρίνει την Μπέρμαν. Πριν προλάβουν να το κάνουν, έλαβαν μία ανώνυμη επιστολή που τους οδήγησε στο πτώμα της.
Ανάλυση γραφολόγου δεν μπορούσε να συνδέσει τον Νταρστ με την επιστολή, οπότε δεν κατηγορήθηκε, ενώ η αστυνομία θεώρησε ότι ο θάνατός της μπορεί να ήταν χτύπημα της μαφίας, εξαιτίας του παρελθόντος της.
Ο Νταρστ δεν πήγε καν στην κηδεία της.
Ο Μόρις Μπλακ
Στο Γκάλβεστον, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί τότε ο Νταρστ, το 1/4 του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Θεωρείται περίεργο μέρος για να μείνει ένας εκατομμυριούχος. Αλλά καλό μέρος για κάποιον που θέλει να εξαφανιστεί.
Ο μεγιστάνας νοίκιασε ένα διαμέρισμα ως Ντόροθι Σίνερ και τον έβλεπαν συχνά στο μόλο φορώντας γυναικεία περούκα, φόρεμα και ψηλοτάκουνα παπούτσια.
Απέναντί του έμενε ο Μόρις Μπλακ. Σύμφωνα με όλες τις καταθέσεις και τις μαρτυρίες, ο Μπλακ ήταν ένας ενοχλητικός τύπος που του άρεσε να εκνευρίζει τον κόσμο και να προκαλεί τους άλλους να αντιδράσουν. Το Σεπτέμβριο του 2001, κάποιος το έκανε. Ο Μπλακ εξαφανίστηκε και λίγες ημέρες αργότερα η θάλασσα ξέβρασε μέλη του σώματός του.
Σε μία από τις σακούλες υπήρχε ένα πριόνι και ένα μαχαίρι, όπως και κάποιες επιστολές με παραλήπτη την Ντόροθι Σίνερ. Ο Νταρστ συνελήφθη, αλλά επειδή η τοπική αστυνομία δεν αναγνώρισε το όνομά του, η εγγύηση ορίστηκε μόλις στα 300.000 δολάρια, ποσό... χάδι για έναν εκατομμυριούχο. Παραβίασε τους όρους της αποφυλάκισης και έγινε φυγάς για έξι εβδομάδες. Τελικά τον έπιασε μία κάμερα ασφαλείας σε σούπερ μάρκετ στην Πενσιλβάνια, όπου έκλεβε ένα κουτί με επιδέσμους.
Η αστυνομία βρήκε στο αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει δύο γεμάτα όπλα, σχεδόν 40.000 δολάρια μετρητά και την ταυτότητα του Μόρις Μπλακ.
Στη δίκη υποστήριξε ότι σκότωσε τον Μόρις ενώ βρισκόταν σε άμυνα. Τύλιξε προσεκτικά το σώμα σε σακούλες και το πέταξε γιατί ήταν σε πανικό για την αντιμετώπιση που θα είχε από αστυνομία εξαιτίας των υποψιών για την εξαφάνιση της συζύγου του και τη δολοφονία της Μπέρμαν.
Οι ένορκοι πείστηκαν και είπαν αθώος, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι είχε κάποιο κίνητρο για δολοφονία από πρόθεση. Καταδικάστηκε όμως επειδή παραβίασε τους όρους της εγγύησης και παραποίησε πτώμα. Εμεινε δύο χρόνια σε φυλακή στο Τέξας. Αμέσως μετά κατηγορήθηκε για οπλοφορία και έμεινε άλλους 5,5 μήνες στο κελί.
Φυλακίστηκε ξανά, γιατί παρουσιάστηκε στο Γκάλβεστον παραβιάζοντας την αναστολή του. Το 2006 κέρδισε συμβιβασμό 65 εκατομμυρίων με την υπόλοιπη οικογένεια Νταρστ γιατί του στέρησαν αυτό που θεωρούσε νόμιμο δικαίωμα στην επιχείρηση της οικογένειας.
Το Σάββατο, ο Νταρστ συνελήφθη σε δωμάτιο ξενοδοχείου που είχε κλείσει με πλαστή ταυτότητα, ψεύτικο όνομα και πληρώνοντας με μετρητά.
Οταν έγινε γνωστή η σύλληψή του, ο αδελφός του, Ντάγκλας Νταρστ, δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την ικανοποίησή του. «Είμαστε ανακουφισμένοι και ευγνώμονες για όσους βοήθησαν στη σύλληψή του. Ελπίζουμε ότι επιτέλους θα βρεθεί υπόλογος για όλα όσα έχει κάνει», είπε.