Μετά την εξαγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, που αποτέλεσε κίνηση υψηλού πολιτικού συμβολισμού και προκάλεσε ποικίλες προσεγγίσεις, το ερώτημα που τίθεται είναι αν πραγματικά μπορούν να εκτελεστούν στη χώρα μας αποφάσεις κατά της Γερμανίας.
Η εξαγγελία του υπουργού της Δικαιοσύνης ότι ο ίδιος προτίθεται να δώσει άδεια για να εκτελεστεί η αμετάκλητη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (εκδόθηκε το 2000) που δικαίωσε τις απαιτήσεις των συγγενών των θυμάτων του μαρτυρικού Διστόμου, είναι χωρίς αμφιβολία ένα σοβαρό βήμα στην πολύχρονη εκκρεμότητα με τις γερμανικές αποζημιώσεις που πέραν της συγκυρίας και των πολιτικών χειρισμών, έχουν απασχολήσει ελληνικά και διεθνή δικαστήρια.
Η εξαγγελία Παρασκευόπουλου σηματοδοτεί σε νομικό επίπεδο την εκτέλεση μέτρων αναγκαστικής κατάσχεσης σε περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει στη χώρα μας το γερμανικό δημόσιο, όπως το Γκαίτε και η Αρχαιολογική Σχολή.
Παρόμοιες κινήσεις κατάσχεσης είχαν εκδηλωθεί και το 2000, όταν εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά, τότε, σταμάτησαν καθώς δεν δόθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης –ήταν ο Μιχάλης Σταθόπουλος– άδεια για να προχωρήσουν οι σχετικές διαδικασίες.
Σήμερα, όμως, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», τέτοιες διαδικασίες δεν φαίνεται να δρομολογούνται στην πράξη, καθώς το δικηγορικό γραφείο (Γιάννης Σταμούλης και συνεργάτες) που έχει αναλάβει από την πρώτη στιγμή τον δικαστικό αγώνα για τη δικαίωση των θυμάτων του Διστόμου δηλώνει μέσω εκπροσώπων του στην «Καθημερινή» ότι «δεν πρόκειται να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως για το Γκαίτε ή άλλο περιουσιακό στοιχείο του γερμανικού Δημοσίου στη χώρα μας».
Συγκεκριμένα, οι δικηγόροι Χριστίνα και Γκέλη Σταμούλη που χειρίζονται σήμερα τον φάκελο για τις αποζημιώσεις του Διστόμου εκτιμούν «ως πολύ σημαντική την κίνηση Παρασκευόπουλου και ως ισχυρό πολιτικό εργαλείο για να ξεκινήσει ουσιαστική διαπραγμάτευση με τις γερμανικές αρχές για την αποζημίωση των θυμάτων», αποκλείοντας από την πλευρά τους προσφυγή σε μέτρα αναγκαστικής κατάσχεσης.
Ακόμα όμως κι αν τα θύματα του Διστόμου επέλεγαν την οδό των κατασχέσεων, το νομικό τοπίο, σύμφωνα με την «Καθημερινή», δεν είναι ξεκάθαρο για το αν πράγματι θα μπορούσαν να πάρουν τα αιτούμενα ποσά μέσω αυτής της διαδικασίας, πέραν του ότι τέτοιου είδους αποφάσεις δεν μπορούν ποτέ να κινηθούν και να υλοποιηθούν μόνο σε νομικό επίπεδο. Αποτελούν, όπως είναι φυσικό, αποφάσεις πολιτικές και μάλιστα σημαντικές.
Ακόμα και αν η εξαγγελία Παρασκευόπουλου ήθελε να εκληφθεί ως πραγματική πρόθεση της ελληνικής πλευράς να προχωρήσει άμεσα σε μέτρα κατάσχεσης κατά της Γερμανίας, τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν δεν είναι αμελητέα. Οπως τονίζουν στην «Καθημερινή» νομικοί που γνωρίζουν τις παραμέτρους του σύνθετου αυτού θέματος, το ζήτημα της ετεροδικίας είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο, καθώς αποτελεί βασικό πυλώνα του διεθνούς δικαίου και στην πράξη σημαίνει ότι ένα κράτος δεν μπορεί στα δικά του δικαστήρια να δικάζει ένα άλλο κράτος.
Η ετεροδικία για τη Γερμανία έγινε δεκτή και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου η γερμανική πλευρά προσέφυγε (η απόφαση της Χάγης βγήκε το 2012) για να αμυνθεί απέναντι σε δικαστικές αποφάσεις που εξέδωσαν τα ιταλικά δικαστήρια επιμένοντας στην κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ιταλία για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου.
Ιταλικά δικαστήρια
Η εμπλοκή των ιταλικών δικαστηρίων έγινε διότι στην Ελλάδα δεν μπορούσε να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση (Αρειος Πάγος), μια και οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης δεν έδιναν τη σχετική άδεια και έτσι επελέγη η γειτονική χώρα σε εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.
Η απόφαση της Χάγης δεν καταλαμβάνει, όπως επισημαίνουν έγκριτοι νομικοί, την Ελλάδα, η οποία παρενέβη στη δίκη μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, αλλά, ευφυώς, όχι ως διάδικος (θεωρείται εξαιρετικά επιτυχημένη η νομική υπεράσπιση του θέματος από τον καθηγητή Στέλιο Περάκη).
Πέραν της Χάγης και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της χώρας μας (είναι το δικαστήριο που επιλύει πολύ σοβαρά νομικά θέματα) εξέδωσε το 2002 –με αφορμή όχι το Δίστομο, αλλά άλλη υπόθεση γερμανικών αποζημιώσεων– απόφαση, αναγνωρίζοντας το προνόμιο της ετεροδικίας για τη Γερμανία.
Η απόφαση του ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου αποτελεί –όπως και η Χάγη– ισχυρό νομικό εργαλείο για τη γερμανική πλευρά, όχι όμως δικαστικό προηγούμενο, μια και δεν ασκεί, όπως λένε νομικοί, άμεση επιρροή και δεν μηδενίζει την απόφαση δικαίωσης του Αρείου Πάγου, που επιδίκασε αποζημιώσεις στη γερμανική πλευρά. Και τούτο διότι οι αποφάσεις του ΑΕΔ ασκούν επιρροή σε υποθέσεις που είναι σε δικαστική εκκρεμότητα ή σε μελλοντικές. Ομως η απόφαση δικαίωσης των κατοίκων του Διστόμου είναι το 2000 και η απόφαση αναγνώρισης του προνομίου ετεροδικίας της Γερμανίας το 2002.
Μετά ταύτα είναι φανερό πως το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων αλλά και το κατοχικό δάνειο (αυτό δεν έχει δικαστικά έως σήμερα διεκδικηθεί) έχουν μακρύ δρόμο και στο πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης και των δικαστικών διεκδικήσεων...