Ο τριαντάχρονος Ομάρ, είναι από τη Ράκα, την πόλη της Βόρειας Συρίας που από τον Φεβρουάριο του 2014 αποτελεί το προπύργιο της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ).
Μέχρι την κατάληψη της πόλης, εργαζόταν ως δικηγόρος. Όταν ήρθαν οι εξτρεμιστές κατήργησαν το επάγγελμά του εξαναγκάζοντας τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου, να σκίσει δημόσια την άδειά του. Από τότε άρχισε να εργάζεται ως ταξιτζής βγάζοντας μετά βίας 2 δολλάρια την ημέρα.
Ως πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών, ο Ομάρ, προσπαθούσε να απέχει από οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει. «Ήδη το καθεστώς είχε σπείρει τον φόβο μέσα μας», λέει, «με τους εξτρεμιστές όμως χάσαμε κάθε ελπίδα. Ένα τεράστιο ποσοστό κυρίως νέων και μορφωμένων, τράπηκε σε φυγή. Όσοι μείναμε ζούσαμε μονίμως με έναν τρόμο που συρρίκνωνε τη ζωή μας μέρα με τη μέρα».
«Σταμάτησα τα παιδιά από το σχολείο. Δεν υπήρχε παιδεία, μόνο τρομοκρατία»
«Σταμάτησα τα παιδιά από το σχολείο γιατί δεν υπήρχε πια παιδεία. Μόνο τρομοκρατία και προσπάθεια στρατολόγησης στους πυρήνες των εξτρεμιστών. Μέχρι και τα παιχνίδια στις γιορτές είχαν αντικατασταθεί από μαχαίρια, όπλα, μικρές βόμβες. Φοβόμουν πολύ για τις κόρες μου γιατί ζητούσαν σε γάμο ακόμη και μικρά κορίτσια».
Η γυναίκα μου δεν έβγαινε από το σπίτι για να μην τη μαστιγώσουν
«Η γυναίκα μου δεν έβγαινε πια από το σπίτι γιατί αν κάποιος έκρινε ότι δεν είχε καλυφθεί σωστά θα με μαστίγωναν ή θα έπρεπε να πληρώσουμε πρόστιμο. Απαγορευόταν να ακούσουμε μουσική, απαγορευόταν μέχρι και να ανοίξουμε τα παράθυρα για να αερίσουμε το σπίτι για να μη φανεί από μέσα κάποια γυναίκα. Οι μεγάλες μου κόρες αν ήθελαν να φοβερίσουν τη μικρή αρκούσε να της πουν ότι θα έρθουν “αυτοί” για να βάλει αμέσως τα κλάματα… Είχαμε έναν πραγματικό “μπαμπούλα” μέσα και έξω από το σπίτι».
Λόγω του ταξί, ο Ομάρ περνούσε συνέχεια από δύο κεντρικές πλατείες όπου τρεις με τέσσερις φορές τον μήνα οι εξτρεμιστές οργάνωναν δημόσιους αποκεφαλισμούς. Κάποιες φορές έδεναν τα πτώματα σε αυτοκίνητα και τα έσερναν στους δρόμους… Η θέα του αίματος και των όπλων είχε γίνει κομμάτι της νέας καθημερινότητας στην πόλη. «Κανείς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει αλλά και κανείς δεν ενδιαφερόταν πια», λέει ο Ομάρ που παραδέχεται ότι και αυτός πάντα γυρνούσε το πρόσωπο από την άλλη πλευρά. «Η καρδιά μου δεν άντεχε να κοιτάξει».
Οταν είδαμε μικρά παιδιά να αποκεφαλίζουν κόσμο, αποφασίσαμε να φύγουμε
Η εικόνα όμως που αντίκρισε άθελά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2014, τον έφερε κατάματα με τον χειρότερο εφιάλτή του. «Ήταν τέλος του Ραμαζανίου και είχαμε βγει οικογενειακώς για να αγοράσουμε ρούχα στα παιδιά», διηγείται. «Περνώντας από την κεντρική πλατεία, συνειδητοποιήσαμε ότι εκτυλισσόταν άλλη μια δημόσια εκτέλεση. Εκείνη όμως τη φορά δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν βάλει μικρά παιδιά (το μεγαλύτερο ήταν 11 – 12 χρονών) να κρατούν τα κεφάλια που κόβανε! Κάναμε αμέσως μεταβολή, τραβώντας τις μικρές για να μη δουν. Την ίδια μέρα πήραμε την απόφαση να φύγουμε πάση θυσία από αυτή την κόλαση. Ακόμη και η γυναίκα μου που μέχρι τότε αντιστεκόταν δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Και μόνο η ιδέα των παιδιών μας σε αυτή τη θέση ήταν αρκετή να μας σημάνει συναγερμό».
Πράγματι, μέσα σε δύο εβδομάδες είχαν πουλήσει το σπίτι και είχαν πάει να ζήσουν με τον πατέρα του Ομάρ. Το σχέδιο ήταν να φύγει πρώτα αυτός με σκοπό να πάρει άσυλο ιδανικά από την Ολλανδία καθώς είχε μελετήσει ότι εκεί λειτουργεί πιο γρήγορα η διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης.
Στις 11 Νοεμβρίου 2014, ο Ομάρ αποχαιρέτισε τη γυναίκα του, τις τρεις κόρες και τον γιο του που είναι ακόμη μωρό με την υπόσχεση να φτιάξει μια καλύτερη ζωή γι αυτούς κάπου όπου δεν θα υπάρχει πια «ο μπαμπούλας». Δέκα μέρες αργότερα βρισκόταν στη Λέρο και οργάνωνε χωρίς να χάνει λεπτό ταξίδι για τη Θεσσαλονίκη και από εκεί την πορεία του από τα Σκόπια προς το βορρά. Αφότου έφυγε, έμαθε ότι οι εξτρεμιστές απαγόρευσαν την έξοδο σε όλους τους δικηγόρους και επιστήμονες της πόλης προς «κράτη των άπιστων».
«Η επικίνδυνη ιδεολογία των τζιχαντιστών δεν αφορά μόνο τη Συρία, αλλά όλο τον κόσμο»
«Αυτή η ιδεολογία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για ολόκληρο τον κόσμο, δεν προέρχεται μόνο από τους μουσουλμάνους, ούτε αφορά αποκλειστικά τη Συρία», τονίζει ο Ομάρ. «Θυμάμαι, μία μέρα μπήκε στο ταξί ένας Γάλλος και πιάσαμε τη συζήτηση. “Τι κάνεις εδώ;” τον ρώτησα “Εμείς ονειρευόμαστε να πάμε στη Γαλλία κι εσύ έρχεσαι στη Ράκα;” Μου απάντησε “Όταν το Ισλαμικό Κράτος καταλάβει τη Γαλλία, μόνο τότε θα επιστρέψω…” Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» ρωτάει με απόγνωση.
Κάθε Σύρος έχει τη δική του τραγική ιστορία. Ζητάμε ελάχιστα. Να μας δοθεί μια ευκαιρία να ξεχάσουμε
Καταλήγοντας ο Ομάρ θέλει να στείλει ένα μήνυμα στους Ευρωπαίους. «Κάθε Σύρος έχει τη δική του τραγική ιστορία. Έχουμε χάσει μια πατρίδα, όλο το νόημα που είχε η ζωή μας εκεί. Αναγκαζόμαστε να αφήσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε για να γλιτώσουμε από μια επίγεια κόλαση που δεν την χωράει ανθρώπινος νους. Ζητάμε τα ελάχιστα. Να μας δοθεί ένας τρόπος διαφυγής και μια ευκαιρία να ξεχάσουμε τι μας έχει συμβεί».
*Η ιστορία του Ομάρ δημοσιεύτηκε στη σελίδα της ελληνικής υπηρεσίας της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες: www.unhcr.gr/refugeestories