Στην κλιμάκωση των ελληνογερμανικών σχέσεων αναλώνουν μεγάλο μέρος της ειδησεογραφίας τους ο γερμανικός Τύπος της Παρασκευής. Μόνο που τα περισσότερα σχόλια είναι άκρως επιθετικά ρίχνοντας ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά.
Όπως αναμεταδίδει η Deutsche Welle, η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει:«Τα νευρά είναι τεντωμένα. Ο τόνος από την πλευρά της Ελλάδας προς τους πιστωτές της γίνεται ολοένα πιο οξύς και πιο προσωπικός». Όπως επισημαίνεται στο πρωτοσέλιδο σχόλιο της εφημερίδας, «ο δήθεν προσβεβλημένος Έλληνας ομόλογος του Γερμανού υπ. Οικονομικών προσβάλλει την τελευταία χρηματοδοτική πηγή που κρατά προς το παρόν ακόμη στην επιφάνεια την Ελλάδα: την ΕΚΤ». Όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος, «το Βερολίνο έχει καλούς λόγους να αντιδρά ψύχραιμα σε αυτές τις ξεδιάντροπες και έωλες απειλές. Οι πολυάριθμες και σαφείς προειδοποιήσεις προς την Αθήνα από την Ισπανία, την Πορτογαλία, τις χώρες της Βαλτικής, την Ολλανδία, τη Φινλανδία ή την Αυστρία είναι σημαντικές επειδή διορθώνουν την παραπλανητική εντύπωση ότι πρόκειται για μία αντιπαράθεση μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Το παιχνίδι με τον αποδιοπομπαίο τράγο από το Βερολίνο δεν λειτουργεί πλέον».
Μεγάλη φασαρία
Η Süddeutsche Zeitung κάνει λόγο στο πρωτοσέλιδό της για «μεγάλη φασαρία μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας». Σε σχόλιο στις εσωτερικές της σελίδες η εφημερίδα του Μονάχου ψέγει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η ελληνική κυβέρνηση με αφορμή το ενδεχόμενο κατάσχεσης γερμανικής δημόσιας περιουσίας στην Ελλάδα στο πλαίσιο ελληνικών διεκδικήσεων για αποζημίωση θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Όπως σχολιάζει η αρθρογράφος, «οι νομικές λεπτομέρειες δεν παίζουν τώρα απαραίτητα κάποιο ρόλο για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Το ζητούμενο είναι η άσκηση πολιτικής πίεσης στη Γερμανία». Η Γερμανίδα δημοσιογράφος παρατηρεί ότι από τη χρονοβόρα αντιπαράθεση δεν προκύπτουν οφέλη για καμία από τις δύο πλευρές, προτείνοντας ότι θα ήταν καλό να πέσουν οι τόνοι. Όπως επισημαίνει: «Τότε θα μπορούσε κανείς να καταπιαστεί με τα πιεστικά ζητήματα: Για παράδειγμα, αν μήπως θα ήταν όντως απαραίτητο να δοθεί στην Ελλάδα η προοπτική για μία αναδιάρθρωση του χρέους της. (…) Ή το πώς θα έρθουν και πάλι στη χώρα μερικοί επενδυτές. (…) Και μετά θα έπρεπε να συζητήσει κανείς με πλήρη ηρεμία αν Έλληνες Εβραίοι ή ελληνικά χωριά (...) έχουν τελικά ορισμένες αξιώσεις, τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει κανείς με μερικές άκαμπτες λέξεις».