Η πρώτη φορά που ένιωσε το παιδί της ζωντανό μέσα της, ήταν όταν μπροστά της είχε άλλα παιδιά που αργοπέθαιναν. Η Λίντσεϊ Αντάριο, φωτορεπόρτερ σε εμπόλεμες ζώνες, ήταν πέντε μηνών έγκυος. Αλλά δεν είχε σταματήσει να ζει μέσα στη φρίκη.
«Τον ένιωσα να κλωτσάει για πρώτη φορά ενώ περνούσα στη Σομαλία, μία χώρα κατεστραμένη από το θάνατο», λέει η φωτογράφος που έχει βραβευθεί με Πούλιτζερ το 2011. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 η Αντάριο έχει καλύψει το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, τον πόλεμο στο Ιράκ, την κρίση στη Συρία και αμέτρητες συγκρούσεις, για το πρακτορείο Getty Images, τους New York Times και το National Geographic, μεταξύ άλλων. Και δεν άφησε τη φωτογραφική μηχανή από το χέρι της ούτε καν όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος.
Οπως παραδέχεται τώρα, που για πρώτη φορά αυτές οι φωτογραφίες της εκδόθηκαν σε βιβλίο, μέχρι να κλωτσήσει το μωρό, δεν είχε σκεφτεί τον αγέννητο γιο της ως κάτι περισσότερο από ένα... σπόρο. Και ούτε φοβόταν τις συνέπειες.
«Πριν από τον Λούκας, δεν σκεφτόμουν ιδιαίτερα το αν θα πεθάνω», εξομολογείται μιλώντας στο CNN. «Η μητρότητα δεν άλλαξε τον τρόπο που φωτογραφίζω, αλλά σίγουρα με έκανε πιο ευαίσθητη και το κάνει πιο δύσκολο για εμένα να φωτογραφίζω παιδιά που πεθαίνουν», παραδέχεται.
Παρά τον κίνδυνο, όταν ήταν επτά μηνών έγκυος κάλυψε την ανταλλαγή φυλακισμένων στη λωρίδα της Γάζας. Και ένα χρόνο αργότερα την απήγαγαν στη Λιβύη. Ακόμη πηγαίνει σε εμπόλεμες ζώνες, αν και πλέον προσπαθεί να μένει μακριά από την πρώτη γραμμή. «Πάντα ήξερα ότι μπορεί να πεθάνω δουλεύοντας, αλλά ήμουν διατεθειμένη να πληρώσω το τίμημα γιατί έκανα αυτό που πιστεύω. Τώρα σκέφτομαι ότι πρέπει να καλύψω ένα θέμα έτσι ώστε να καταφέρω να γυρίσω σπίτι στον Λούκας», λέει.
Η αλήθεια είναι πως τώρα φοβάται περισσότερο. Οχι μόνο επειδή είναι μητέρα, αλλά και γιατί- όπως εξηγεί- τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. «Πλέον είμαστε στόχος, επικηρυγμένοι. Το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά από δημοσιογράφους, αν και υπάρχουν χώρες που δεν πληρώνουν λύτρα», εξηγεί.
Είναι κάτι που έχει ζήσει, ευτυχώς με αίσια κατάληξη. Το 2011 εκείνη και τρεις άλλοι δημοσιογράφοι των New York Times απήχθησαν από στρατιώτες στη Λιβύη. Για μέρες τους χτυπούσαν πριν τους αφήσουν ελεύθερους. Δεν θα ξεχάσει ποτέ μία στιγμή, όταν ήταν δεμένη και με ένα μαντήλι στα μάτια και ένας από τους στρατιώτες της άγγιξε τρυφερά το πρόσωπο επαναλαμβάνοντας μία αραβική φράση συνεχώς. «Αντονι, τι λέει», ρώτησε έναν συνάδελφό της. Αυτός άργησε να της απαντήσει. «Λέει ότι θα πεθάνεις απόψε», της είπε τελικά.
Οχι μόνο επέζησε αλλά συνέχισε να δουλεύει σε επικίνδυνα μέρη. «Με έχουν απαγάγει δύο φορές, δύο οδηγοί μου έχουν σκοτωθεί, έχω χάσει τόσους φίλους και κάθε φορά που συμβαίνει κάτι, με πάει πίσω. Αλλά δεν πιστεύω ότι κάποιο γεγονός θα με κάνει να σταματήσω», λέει και προσθέτει ότι αισθάνεται άσχημα γιατί δεν είναι αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. «Νιώθω ότι έχω ευθύνη να καλύψω ένα τέτοιο θέμα», εξηγεί.