Είναι Σεπτέμβριος του 2007 και η Τζουλίσα Αρκε κάθεται στο γραφείο της στην Goldman Sachs. Μόλις έχει κλείσει το τηλέφωνο, όπου άκουσε την αδερφή της να της λέει ότι ο πατέρας τους πεθαίνει. Κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί δεν φεύγει. Εκείνη όμως έχει ένα καλά κρυμένο μυστικό.
Στους συναδέλφους της που την ρωτούσαν γιατί δεν πάει στο Μεξικό, στη μικρή πόλη Τέξκο όπου γεννήθηκε, για να δει τον πατέρα της, εκείνη απαντούσε ότι μπορεί να το κάνει την επομένη. Ανάμεσα στους γόνους τραπεζικών οικογενειών και πλούσιων, που συνήθως αποτελούν τους πιο επιτυχημένους της Goldman Sachs, υπήρχε μία μετανάστρια χωρίς έγγραφα.
Η 32χρονη σήμερα Αρκε οφείλει τη λαμπρή καριέρα της στην Γουόλ Στριτ στα πλαστά έγγραφα που αγόρασε για μερικές εκατοντάδες δολάρια στο σαλόνι ενός άγνωστου στο Τέξας. Από εκπαιδευόμενη έγινε αναλύτρια, συνεργάτης, αντιπρόεδρος και μετά διευθύντρια στην Merrill Lynch, εν μέρει χάρη σε αυτά.
Οταν πέθανε ο πατέρας της, λίγες ώρες μετά από εκείνο το τηλεφώνημα, δεν έφγε γιατί τα πλαστά χαρτιά της δεν θα της επέτρεπαν να επιστρέψει. Ηταν 11 χρονών όταν μετακόμισε από το Μεξικό στο Σαν Αντόνιο. Οι γονείς της πήγαιναν συχνά στο Τέξας για να πουλήσουν κοσμήματα. Της έβγαλαν τουριστική βίζα για να πηγαίνει μαζί τους. Και σε ένα ταξίδι απλά αποφάσισαν να μείνουν εκεί. Οταν ήταν μικρή, ονειρευόταν να ζήσει σε ένα τροχόσπιτο όπως οι Αμερικάνοι. Οταν πήγε στις ΗΠΑ, κατάλαβε τι πραγματικά συμβαίνει.
Παρότι τα αγγλικά της δεν ήταν τέλεια, δεν άργησε να αριστεύσει. Ακόμη θυμάται ένα συμμαθητή της που ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να μπορεί να παρακολουθήσει τα μαθήματα μία Μεξικανή. Ηταν 14 όταν έληξε η βίζα της. «Ηξερα τι σήμαινε αυτό. Ημουν χωρίς έγγραφα», θυμάται, μιλώντας στο Bloomberg. Απελπισμένη να μείνει στη χώρα, προσπαθούσε να πείσει τους γονείς της να επιτρέψουν την υιοθεσία της από την οικογένεια φίλης της. Δεν συμφώνησαν με αυτό, ούτε με την ιδέα της στα 16 να πληρώσει έναν Αμερικανό ομοφυλόφιλο που δούλευε με τους γονείς της για να την παντρευτεί.
Είχε εμμονή να γίνει πλούσια. «Νόμιζα ότι αν τα καταφέρω, τότε δεν θα έχει σημασία που δεν έχω έγγραφα. Πίστευα ότι αν είχα λεφτά, θα ήμουν αποδεκτή», εξηγεί. Στην τελευταία της χρονιά στο σχολείο άρχισε να στέλνει αιτήσεις σε κολέγια, αλλά χωρίς αριθμό κοινωνικής ασφάλισης την απέρριπταν. Την κατάλληλη στιγμή, το 2001, ένας νέος νόμος επέτρεψε σε μαθητές από το Τέξας χωρίς έγγραφα να πάνε σε δημόσια πανεπιστήμια. Πέντε εβδομάδες αργότερα, το University of Texas τη δέχθηκε και σπούδασε Οικονομικά.
Οι γονείς της επέστρεψαν στο Μεξικό το 2001 και εκείνη ανέλαβε την επιχείρηση που άφησαν πίσω τους: έναν πάγκο στην ανοιχτή αγορά του Σαν Αντόνιο. Κάθε παρασκευή έκανε 80 μίλια με το λεωφορείο για να πουλήσει κέικ με φράουλες, σαντιγί και κανέλα. Την Κυριακή επέστρεφε στο Οστιν με χρήματα για το νοίκι και τα δίδακτρα.
Οταν έχασε τη θέση της στην αγορά, δεν μπορούσε να βρει δουλειά χωρίς βίζα και δεν μπορούσε να μείνει στο κολέγιο, χωρίς χρήματα. Η πλαστή πράσινη κάρτα ήταν το μόνο λογικό για εκείνη τότε. Μέσω φίλων βρήκε κάποιον που τον πλήρωσε και δύο εβδομάδες αργότερα είχε τα έγγραφα.
Κάποια στιγμή, είδε μία παρουσίαση για καλοκαιρινές θέσεις σε τράπεζες στη Νέα Υόρκη. Η Goldman Sachs επέλεγε 350 αναλυτές για το καλοκαίρι από 17.000 αιτήσεις. Οι πιθανότητες ήταν λιγότερες και από το να μπει κανείς στο Χάρβαρντ. Το 2004 κατάφερε να εξασφαλίσει μία θέση εκεί για πρακτική, μέσω μη κερδοσκοπικού που βάζει ισπανόφωνους και μαύρους μαθητές σε τέτοιες θέσεις.
Ηταν τόσο καλή, που της ζήτησαν να επιστρέψει το 2005, μετά από την αποφοίτησή της, για πλήρη απασχόληση. Και τότε άρχισε η σκληρή δουλειά. Πήγαινε στις 7 το πρωί στο γραφείο, για να είναι εκεί πριν το αφεντικό της, δούλευε ατελείωτες ώρες, δεν δίσταζε να φωνάζει στους επικεφαλής της, αν πίστευε ότι είχε δίκιο.
Οταν της πρόσφεραν τη θέση, φοβόταν τι θα γινόταν όταν η εταιρεία θα εξέταζε την ψεύτικη πράσινη κάρτα και αριθμό κοινωνικής ασφάλισης και έκανε έλεγχο για το παρελθόν της. Εβλεπε συνεχώς τον ίδιο εφιάλτη, ότι την έπιαναν. Δεν ανακάλυψαν ποτέ το μυστικό της.
Το άγχος όμως δεν έφευγε. Ηξερε ότι η διεθνής εμπειρία ήταν κρίσιμη, όπως όμως επίσης ήξερε ότι με τα χαρτιά της δεν θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα. Το στρες την είχε κυριεύσει. Τρομοκρατούνταν κάθε φορά που την κοίταζε ένας συνάδελφός περίεργα ή την φώναζαν σε ένα γραφείο. «Αυτό ήταν», σκεφτόταν. Αλλες φορές ήταν πολύ απασχολημένη για να ανησυχήσει.
Οταν πέθανε ο πατέρας της το 2007, σκέφτηκε να πάρει κάποια πράγματα, να φύγει για το Μεξικό και να μην γυρίσει ποτέ. Ο σύντροφός της της είπε ότι ίσως έπρεπε να παντρευτούν. «Ελπίζω αυτό να μην είναι πρόταση», του απάντησε. «Γιατί αν είναι, είναι απαίσια». Ηταν πρόταση και εκείνη είπε ναι. «Δεν νομίζω ότι ήμασταν έτοιμοι. Αλλά τον αγαπούσα».
Μέχρι το 2011, έβγαζε 300-400.000 δολάρια και είχε γίνει αντιπρόεδρος, ενώ αντικατέστησε την πράσινη κάρτα με μία αληθινή, μετά από το γάμο. Ήταν νόμιμη και πλούσια. Αλλά δυστυχισμένη. Αποφάσισε να παραιτηθεί και άρχισε να ταξιδεύει, ενώ χώρισε με το σύζυγό της, ο οποίος έπρεπε να φύγει για μία δουλειά.
Το 2012 της πρότειναν δουλειά στην Merrill Lynch και την αποδέχθηκε. Οταν το αφεντικό της σταμάτησε να την κοιτά στα μάτια, ήξερε τι θα γινόταν. Απολύθηκε τον περασμένο Μάιο. Θα έψαχνε μία άλλη θέση στον ίδιο κλάδο αν δεν είχε δει την ταινία «Documented» το 2013, η οποία ακολουθούσε τον Χοσέ Αντόνιο Βάργκας, μέλος μίας ομάδας της Washington Post που κέρδισε το Πούλιτζερ το 2008 και αποκάλυψε ότι ήταν μετανάστης χωρίς έγγραφα το 2011. «Η ζωή μου σε μία ταινία. Ηταν απίστευτη έμπνευση», είπε.
Το Μάρτιο, η Αρκε θα μετακομίσει στην Καλιφόρνια, ως διευθύντρια του Define American, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που έχει ιδρύσει ο Βάργκας. Αποστολή τους να μάχονται για τα δικαιώματα των μεταναστών χωρίς έγγραφα, κάνοντας μεταξύ άλλων καμπάνια για να απορριφθεί ο όρος «παράνομοι μετανάστες».
Οπως λέει, τα εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια που έβγαζε στην Γουόλ Στριτ δεν την απάλλαξαν από το φόβο. «Υπήρχε ακόμη το στίγμα ότι έκανα κάτι ντροπιαστικό. Κουράστηκα να ντρέπομαι γιατί κυνήγησα το όνειρό μου, ανέβηκα στην ιεραρχία και πέτυχα», λέει.
Τον Αύγουστο, η Αρκε εμφανίστηκε σε ένα δικαστήριο για να γίνει Αμερικανίδα υπήκοος. Ελαβε το διαβατήριό της το Σεπτέμβριο.