Η κυβέρνηση επιμένει ότι σε αυτό το 4μηνο της. ανακωχής με τους δανειστές, δεν πρόκειται να λάβει μέτρα υφεσιακά, όπως οι αυξήσεις των συντελεστών του ΦΠΑ ή η κατάργηση εξαιρέσεων και απαλλαγών, παρά τη φρασεολογία και την ορολογία της αποκαλούμενης επιστολής Βαρουφάκη, η οποία εισήγαγε και τον όρο της «δημιουργικής ασάφειας» ως διαπραγματευτικό εργαλείο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα κι αν δεχθεί κανείς πως οι δανειστές θα σεβαστούν αυτή την ανακωχή- κάτι που φαντάζει μάλλον απίθανο αν ανατρέξει κανείς στην εμπειρία των τελευταίων ετών αλλά και στις επιστολές που δημοσιοποίησαν κατά την έγκριση της 4μηνης παράτασης- η επίμαχη επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης αφήνει πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές τις φοροαπαλλαγές και εξαιρέσεις που έχουν απομείνει, ανοίγοντας την. όρεξη Ευρωπαίων και ΔΝΤ αν όχι για την παρούσα φάση, σίγουρα για το δεύτερο γύρο των διαβουλεύσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του το υπουργείο Οικονομικών και ακολούθως οι δανειστές, το συνολικό κόστος των φοροαπαλλαγών ξεπερνά τα 3,6 δις ευρώ. Από αυτά:
- τα 293 εκατ. ευρώ αφορούν σε απαλλαγές των νοικοκυριών,
- τα 35 εκατ. ευρώ σε απαλλαγές επιχειρήσεων,
- τα 659 εκατ. ευρώ σε απαλλαγές και εξαιρέσεις της φορολογίας κεφαλαίου,
- τα 545 εκατ. ευρώ στη φορολογία των ακινήτων,
- τα 65 εκατ. ευρώ στα Τέλη Ταξινόμησης οχημάτων,
- 1 δις ευρώ στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης
- 970 εκατ. ευρώ σε απαλλαγές του ΦΠΑ.
Αυτές οι τελευταίες απαλλαγές- του ΦΠΑ- έχουν μπει προ πολλού στο μάτι των δανειστών, καθώς θεωρείται ότι σε συνδυασμό με την απίστευτη φοροδιαφυγή, προκαλούν αιμορραγία εσόδων που αγγίζει τα 10 δις ευρώ κάθε χρόνο. Σημειωτέον, δε, ότι από το σύνολο των 970 εκατ. ευρώ, τα περίπου 347 εκατ. ευρώ είναι οι απώλειες του Προϋπολογισμού από τον ειδικό μειωμένο κατά 30% ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, εξ ου και η εμμονή των δανειστών να καταργηθεί. Όσον αφορά, δε, στον υπερμειωμένο συντελεστή 6,5%, όπου υπάγονται και φάρμακα- τρόφιμα, προκαλεί απώλειες στον Προϋπολογισμό περίπου 528 εκατ. ευρώ ετησίως, εξ ου και οι πιέσεις των δανειστών για μετάταξη προϊόντων στο μειωμένο συντελεστή 13% ή ακόμα και στο ανώτατο συντελεστή 23%